πολυπαθής: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />sujet à beaucoup d'affections <i>ou</i> de maux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πάθος]].
|btext=ής, ές :<br />sujet à beaucoup d'affections <i>ou</i> de maux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πάθος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολῠπᾰθής''': -ές, (παθεῖν) ὁ ὑποκείμενος εἰς πολλὰ [[πάθη]] ἢ ἐντυπώσεις, Πλούτ. 2. 97Ε· ποιητ., πουλυπαθεῖς τύραννοι, πολλὰ πάσχοντες, εἰς πολλὰς ταραχὰς ὑποκείμενοι, Ἀνθ. Π. 9. 98· ὁ πολλὰ πάσχων ἢ παθών, τοῦ πολυπαθοῦς βίου Γρηγ. Ναζ. 99, 22, κλπ.
|elnltext=πολυπαθής -ές [πολύς, πάθος] met veel ellende:. πολυπαθὲς κακῶν ταμιείον een ellendige voorraadkamer vol narigheid Democr. B 149.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπᾰθής:''' ион. πουλυπᾰθής 2 подверженный множеству страданий или обуреваемый многими страстями ([[ψυχή]] Plut.; τύραννοι Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολῠπᾰθής:''' Επικ. πουλυ-, -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που υπόκειται σε [[πολλά]] [[πάθη]], αναστατωμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολῠπᾰθής:''' Επικ. πουλυ-, -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που υπόκειται σε [[πολλά]] [[πάθη]], αναστατωμένος, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυπᾰθής:''' ион. πουλυπᾰθής 2 подверженный множеству страданий или обуреваемый многими страстями ([[ψυχή]] Plut.; τύραννοι Anth.).
|lstext='''πολῠπᾰθής''': -ές, (παθεῖν) ὁ ὑποκείμενος εἰς πολλὰ [[πάθη]] ἢ ἐντυπώσεις, Πλούτ. 2. 97Ε· ποιητ., πουλυπαθεῖς τύραννοι, πολλὰ πάσχοντες, εἰς πολλὰς ταραχὰς ὑποκείμενοι, Ἀνθ. Π. 9. 98· ὁ πολλὰ πάσχων ἢ παθών, τοῦ πολυπαθοῦς βίου Γρηγ. Ναζ. 99, 22, κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπαθής -ές [πολύς, πάθος] met veel ellende:. πολυπαθὲς κακῶν ταμιείον een ellendige voorraadkamer vol narigheid Democr. B 149.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παθεῖν]]<br />[[subject]] to [[many]] passions, [[much]] perturbed, Anth.
|mdlsjtxt=[[παθεῖν]]<br />[[subject]] to [[many]] passions, [[much]] perturbed, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπᾰθής Medium diacritics: πολυπαθής Low diacritics: πολυπαθής Capitals: ΠΟΛΥΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polypathḗs Transliteration B: polypathēs Transliteration C: polypathis Beta Code: polupaqh/s

English (LSJ)

ές, (παθεῖν) subject to many passions or impressions, π. κακῶν ταμιεῖον Democr. 149; ψυχή Plu.2.97b; full of diverse reactions, νόσημα ib.171e; poet. πουλ-, much perturbed, τύραννοι AP9.98 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, von vielen Leiden, der viel zu leiden hat, vielen Leidenschaften ausgesetzt ist; Plut.; πουλυπαθέσσι τυράννοις Statil. Flacc. 9 (IX, 98).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sujet à beaucoup d'affections ou de maux.
Étymologie: πολύς, πάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπαθής -ές [πολύς, πάθος] met veel ellende:. πολυπαθὲς κακῶν ταμιείον een ellendige voorraadkamer vol narigheid Democr. B 149.

Russian (Dvoretsky)

πολυπᾰθής: ион. πουλυπᾰθής 2 подверженный множеству страданий или обуреваемый многими страстями (ψυχή Plut.; τύραννοι Anth.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα
μσν.-αρχ.
ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)
αρχ.
1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων
2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές
3. (για τύραννο) εκείνος που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].

Greek Monotonic

πολῠπᾰθής: Επικ. πουλυ-, -ές (παθεῖν), αυτός που υπόκειται σε πολλά πάθη, αναστατωμένος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπᾰθής: -ές, (παθεῖν) ὁ ὑποκείμενος εἰς πολλὰ πάθη ἢ ἐντυπώσεις, Πλούτ. 2. 97Ε· ποιητ., πουλυπαθεῖς τύραννοι, πολλὰ πάσχοντες, εἰς πολλὰς ταραχὰς ὑποκείμενοι, Ἀνθ. Π. 9. 98· ὁ πολλὰ πάσχων ἢ παθών, τοῦ πολυπαθοῦς βίου Γρηγ. Ναζ. 99, 22, κλπ.

Middle Liddell

παθεῖν
subject to many passions, much perturbed, Anth.