προμαχεών: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />rempart, abri.<br />'''Étymologie:''' [[προμάχομαι]]. | |btext=ῶνος (ὁ) :<br />rempart, abri.<br />'''Étymologie:''' [[προμάχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προμαχεών -ῶνος, ὁ [πρόμαχος] bolwerk. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προμᾰχεών:''' ῶνος ὁ защитный вал, бруствер, бастион (τοῦ τείχεος Her.; ἡ [[τύρσις]] προμαχεῶνας πολλοὺς ἔχουσα Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προμᾰχεών:''' -ῶνος, ὁ, [[προπύργιο]], [[προμαχώνας]], Λατ. [[propugnaculum]], σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προμαχέων τοῦ τείχεος</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''προμᾰχεών:''' -ῶνος, ὁ, [[προπύργιο]], [[προμαχώνας]], Λατ. [[propugnaculum]], σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προμαχέων τοῦ τείχεος</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προμᾰχεών''': -ῶνος, ὁ, [[προμαχών]], Λατ. propugnaculum, Ἡρόδ. 1. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 7, 8, 13· πρ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 1. 164., 3. 151. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προμαχεών]]· [[πύργος]]». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προμᾰχεών, ῶνος, ὁ,<br />a [[bulwark]], [[rampart]], Lat. [[propugnaculum]], Hdt., Xen.; πρ. τοῦ τείχεος Hdt. | |mdlsjtxt=προμᾰχεών, ῶνος, ὁ,<br />a [[bulwark]], [[rampart]], Lat. [[propugnaculum]], Hdt., Xen.; πρ. τοῦ τείχεος Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, breastwork, battlement, in plural, Hdt.1.98, 3.151, X.An.7.8.13; π. ἕνα τοῦ τείχεος Hdt.1.164.
German (Pape)
[Seite 733] ῶνος, ὁ, Schutzwehr, Bollwerk; Her. 1, 98; τοῦ τείχεος, 1, 164. 3, 151; Xen. An. 7, 8, 13.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
rempart, abri.
Étymologie: προμάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμαχεών -ῶνος, ὁ [πρόμαχος] bolwerk.
Russian (Dvoretsky)
προμᾰχεών: ῶνος ὁ защитный вал, бруствер, бастион (τοῦ τείχεος Her.; ἡ τύρσις προμαχεῶνας πολλοὺς ἔχουσα Xen.).
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
βλ. προμαχώνας.
Greek Monotonic
προμᾰχεών: -ῶνος, ὁ, προπύργιο, προμαχώνας, Λατ. propugnaculum, σε Ηρόδ., Ξεν.· προμαχέων τοῦ τείχεος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προμᾰχεών: -ῶνος, ὁ, προμαχών, Λατ. propugnaculum, Ἡρόδ. 1. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 7, 8, 13· πρ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 1. 164., 3. 151. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προμαχεών· πύργος».
Middle Liddell
προμᾰχεών, ῶνος, ὁ,
a bulwark, rampart, Lat. propugnaculum, Hdt., Xen.; πρ. τοῦ τείχεος Hdt.