προσαύω: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=approcher : [[τί]] τινι une chose d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[αὔω]].
|btext=approcher : [[τί]] τινι une chose d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[αὔω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσαύω''': [[φέρω]] [[πρός]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. [[καταύω]]. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
|elnltext=προσ-αύω branden:. πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ voordat iemand zijn voet verbrandt aan de hete haard Soph. Ant. 619.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαύω:''' [[обжигать]] ([[πόδα]] πυρί Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσαύω:''' μέλ. <i>-αύσω</i>, [[φέρω]] προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η [[λέξη]] [[αὔω]] δείχνει να είναι ισοδύν. του [[αἴρω]]).
|lsmtext='''προσαύω:''' μέλ. <i>-αύσω</i>, [[φέρω]] προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η [[λέξη]] [[αὔω]] δείχνει να είναι ισοδύν. του [[αἴρω]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσαύω:''' [[обжигать]] ([[πόδα]] πυρί Soph.).
|lstext='''προσαύω''': [[φέρω]] [[πρός]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. [[καταύω]]. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αύω branden:. πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ voordat iemand zijn voet verbrandt aan de hete haard Soph. Ant. 619.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αύσω<br />to [[burn]] [[against]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Soph.
|mdlsjtxt=fut. -αύσω<br />to [[burn]] [[against]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Soph.
}}
}}

Revision as of 21:54, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαύω Medium diacritics: προσαύω Low diacritics: προσαύω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΩ
Transliteration A: prosaúō Transliteration B: prosauō Transliteration C: prosayo Beta Code: prosau/w

English (LSJ)

burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ S.Ant. 619 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 753] anzünden, anbrennen, προσαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προσαυράω.

French (Bailly abrégé)

approcher : τί τινι une chose d'une autre.
Étymologie: πρός, αὔω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αύω branden:. πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ voordat iemand zijn voet verbrandt aan de hete haard Soph. Ant. 619.

Russian (Dvoretsky)

προσαύω: обжигать (πόδα πυρί Soph.).

Greek Monolingual

Α
καίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔω «ανάβω, καίω»].

Greek Monotonic

προσαύω: μέλ. -αύσω, φέρω προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η λέξη αὔω δείχνει να είναι ισοδύν. του αἴρω).

Greek (Liddell-Scott)

προσαύω: φέρω πρός, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. καταύω. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.

Middle Liddell

fut. -αύσω
to burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Soph.