πτωσκάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><i>c.</i> [[πτώσσω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><i>c.</i> [[πτώσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτωσκάζω''': ποιητ. ἀντὶ [[πτώσσω]], συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, [[ἔνθα]] ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. [[πτωκάζω]].
|elnltext=πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωσκάζω:''' (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πτωσκάζω:''' ποιητ. αντί [[πτώσσω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πτωσκάζω:''' ποιητ. αντί [[πτώσσω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτωσκάζω:''' (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.
|lstext='''πτωσκάζω''': ποιητ. ἀντὶ [[πτώσσω]], συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, [[ἔνθα]] ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. [[πτωκάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πτωσκάζω]], [poetic for [[πτώσσω]], Il.]
|mdlsjtxt=[[πτωσκάζω]], [poetic for [[πτώσσω]], Il.]
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωσκάζω Medium diacritics: πτωσκάζω Low diacritics: πτωσκάζω Capitals: ΠΤΩΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ptōskázō Transliteration B: ptōskazō Transliteration C: ptoskazo Beta Code: ptwska/zw

English (LSJ)

poet. for sq., crouch or cower for fear, Il.4.372.

German (Pape)

[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v.l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
c. πτώσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.

Russian (Dvoretsky)

πτωσκάζω: (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.

Greek Monolingual

και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].

Greek Monotonic

πτωσκάζω: ποιητ. αντί πτώσσω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.

Middle Liddell

πτωσκάζω, [poetic for πτώσσω, Il.]