σκευάριον: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.<br />'''Étymologie:''' [[σκευή]].
|btext=ου (τό) :<br />petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.<br />'''Étymologie:''' [[σκευή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκευάριον''': τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ [[σκεῦος]], μικρὸν [[σκεῦος]] ἢ [[ἀγγεῖον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[αὐτόθι]] 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ [[σκευή]], μικρὸν [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.
|elnltext=σκευάριον -ου, τό [σκεῦος] klein stuk huisraad, alg. plur. spulletjes.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευάριον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[σκεῦος]]<br /><b class="num">1)</b> предмет домашней обстановки, преимущ. pl. утварь, вещи, принадлежности Arph., Aeschin.;<br /><b class="num">2)</b> [[одежда]], [[платье]] Plat.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκευάριον:''' τό, υποκορ. του [[σκεῦος]], μικρό [[δοχείο]] ή οικιακό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.
|lsmtext='''σκευάριον:''' τό, υποκορ. του [[σκεῦος]], μικρό [[δοχείο]] ή οικιακό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκευάριον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[σκεῦος]]<br /><b class="num">1)</b> предмет домашней обстановки, преимущ. pl. утварь, вещи, принадлежности Arph., Aeschin.;<br /><b class="num">2)</b> [[одежда]], [[платье]] Plat.
|lstext='''σκευάριον''': τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ [[σκεῦος]], μικρὸν [[σκεῦος]] ἢ [[ἀγγεῖον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[αὐτόθι]] 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ [[σκευή]], μικρὸν [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευάριον -ου, τό [σκεῦος] klein stuk huisraad, alg. plur. spulletjes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[diminutive]] of [[σκεῦος]]<br />a [[small]] [[vessel]] or [[utensil]], Ar.:—implements of gaming, Aeschin.
|mdlsjtxt=[[diminutive]] of [[σκεῦος]]<br />a [[small]] [[vessel]] or [[utensil]], Ar.:—implements of gaming, Aeschin.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευάριον Medium diacritics: σκευάριον Low diacritics: σκευάριον Capitals: ΣΚΕΥΑΡΙΟΝ
Transliteration A: skeuárion Transliteration B: skeuarion Transliteration C: skevarion Beta Code: skeua/rion

English (LSJ)

τό, Dim. I (σκεῦος) small vessel or utensil, mostly in plural, Ar.Ach.451, Ra.172, Pl.809, Pl.Com.121, etc.: sg., Ar.Pl. 1139. 2 implements of gaming, Aeschin.1.59. II (σκευή) paltry garment, Pl.Alc.1.113e.

German (Pape)

[Seite 893] τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.
Étymologie: σκευή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευάριον -ου, τό [σκεῦος] klein stuk huisraad, alg. plur. spulletjes.

Russian (Dvoretsky)

σκευάριον: (ᾰ) τό [demin. к σκεῦος
1) предмет домашней обстановки, преимущ. pl. утварь, вещи, принадлежности Arph., Aeschin.;
2) одежда, платье Plat.

Spanish

vaso pequeño , recipiente pequeño

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια
μικρά σκεύη ή αγγεία
2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)
3. μικρό ένδυμαοἷον σκευαρίων κατατετριμμένων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].

Greek Monotonic

σκευάριον: τό, υποκορ. του σκεῦος, μικρό δοχείο ή οικιακό σκεύος, σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

σκευάριον: τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ σκεῦος, μικρὸν σκεῦοςἀγγεῖον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, αὐτόθι 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ σκευή, μικρὸν ἔνδυμα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.

Middle Liddell

diminutive of σκεῦος
a small vessel or utensil, Ar.:—implements of gaming, Aeschin.