συμπρεσβευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />collègue pour une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[συμπρεσβεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />collègue pour une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[συμπρεσβεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπρεσβευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.
|elnltext=συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπρεσβευτής:''' οῦ ὁ [[соучастник посольства]] Lys., Aeschin., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπρεσβευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως [[πρεσβευτής]] από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.
|lsmtext='''συμπρεσβευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως [[πρεσβευτής]] από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπρεσβευτής:''' οῦ ὁ [[соучастник посольства]] Lys., Aeschin., Arst.
|lstext='''συμπρεσβευτής''': -οῦ, , ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβευτής Medium diacritics: συμπρεσβευτής Low diacritics: συμπρεσβευτής Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: sympresbeutḗs Transliteration B: sympresbeutēs Transliteration C: sympresveftis Beta Code: sumpresbeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant.

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβευτής: οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως πρεσβευτής από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.

Middle Liddell

συμ-πρεσβευτής, οῦ, ὁ,
a fellow-ambassador, Aeschin.

English (Woodhouse)

fellow-ambassador

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)