συμφρόνησις: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />consentement, accord.<br />'''Étymologie:''' [[συμφρονέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />consentement, accord.<br />'''Étymologie:''' [[συμφρονέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμφρόνησις''': Δωρ. -ᾱσις, , τὸ συμφρονεῖν, [[σύμπνοια]], [[ὁμοφροσύνη]], [[συμφωνία]], Πολύβ. 2. 37, 8, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 19. 8, 1, Θέων Σμυρν. Μαθ. σ. 15Β, κτλ.
|elnltext=συμφρόνησις -εως, ἡ [συμφρονέω] eensgezindheid.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφρόνησις:''' εως ἡ [[взаимное согласие]] Polyb.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμφρόνησις:''' Δωρ. -ᾱσις, <i>ἡ</i>, [[συμφωνία]], [[συνένωση]], [[αρμονία]].
|lsmtext='''συμφρόνησις:''' Δωρ. -ᾱσις, <i>ἡ</i>, [[συμφωνία]], [[συνένωση]], [[αρμονία]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμφρόνησις:''' εως ἡ [[взаимное согласие]] Polyb.
|lstext='''συμφρόνησις''': Δωρ. -ᾱσις, , τὸ συμφρονεῖν, [[σύμπνοια]], [[ὁμοφροσύνη]], [[συμφωνία]], Πολύβ. 2. 37, 8, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 19. 8, 1, Θέων Σμυρν. Μαθ. σ. 15Β, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμφρόνησις -εως, [συμφρονέω] eensgezindheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμφρόνησις]], δοριξ συμφρόνᾱσις, εως,<br />[[agreement]], [[union]].
|mdlsjtxt=[[συμφρόνησις]], δοριξ συμφρόνᾱσις, εως,<br />[[agreement]], [[union]].
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφρόνησις Medium diacritics: συμφρόνησις Low diacritics: συμφρόνησις Capitals: ΣΥΜΦΡΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: symphrónēsis Transliteration B: symphronēsis Transliteration C: symfronisis Beta Code: sumfro/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, agreement, union, Philol.10, Plb.2.37.8, J. AJ19.8.1, App.BC4.17, etc.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, Gleichheit des Sinnes od. der Meinung, Eintracht, Pol. 2, 173, 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
consentement, accord.
Étymologie: συμφρονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφρόνησις -εως, ἡ [συμφρονέω] eensgezindheid.

Russian (Dvoretsky)

συμφρόνησις: εως ἡ взаимное согласие Polyb.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α συμφρονῶ
1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια
2. (κατ' επέκτ.) αρμονία.

Greek Monotonic

συμφρόνησις: Δωρ. -ᾱσις, , συμφωνία, συνένωση, αρμονία.

Greek (Liddell-Scott)

συμφρόνησις: Δωρ. -ᾱσις, ἡ, τὸ συμφρονεῖν, σύμπνοια, ὁμοφροσύνη, συμφωνία, Πολύβ. 2. 37, 8, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 19. 8, 1, Θέων Σμυρν. Μαθ. σ. 15Β, κτλ.

Middle Liddell

συμφρόνησις, δοριξ συμφρόνᾱσις, εως,
agreement, union.