συναύξησις: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />accroissement simultané.<br />'''Étymologie:''' [[συναύξησις]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />accroissement simultané.<br />'''Étymologie:''' [[συναύξησις]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συναύξησις -εως, ἡ [συναύξω] (gelijktijdige) groei. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναύξησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[увеличение]], [[расширение]], [[приумножение]], Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[одновременный рост]] (τοῦ ὀστράκου Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συναύξησις:''' -εως, ἡ, [[ανάπτυξη]], [[αύξηση]] από κοινού, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συναύξησις:''' -εως, ἡ, [[ανάπτυξη]], [[αύξηση]] από κοινού, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συναύξησις''': -εως, ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] αὐξάνεσθαι, κοινὴ [[αὔξησις]], τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συναύξησις]], εως, [from [[συναυξάνω]]<br />[[common]] [[growth]], Polyb. | |mdlsjtxt=[[συναύξησις]], εως, [from [[συναυξάνω]]<br />[[common]] [[growth]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, growing together, common growth, τῶν ὀστέων Hp.Art.53; τοῦ ὀστράκου Arist.HA622b15; simply, enlargement, growth, of the breasts, Sor.1.76; τοῦ ἐμβρύου ib.10; increase, ἀποκρίσεως, opp. μείωσις, ib.20; aggravation, νόσων Herod. Med. ap. Orib.5.30.6: abs., Plb.1.6.3.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Mitwachsen, die Vergrößerung, Pol. 1, 6, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accroissement simultané.
Étymologie: συναύξησις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναύξησις -εως, ἡ [συναύξω] (gelijktijdige) groei.
Russian (Dvoretsky)
συναύξησις: εως ἡ
1) увеличение, расширение, приумножение, Polyb.;
2) одновременный рост (τοῦ ὀστράκου Arst.).
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συναύξω / -ομαι]]
1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)
2. αύξηση
3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση.
Greek Monotonic
συναύξησις: -εως, ἡ, ανάπτυξη, αύξηση από κοινού, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
συναύξησις: -εως, ἡ, τὸ ὁμοῦ αὐξάνεσθαι, κοινὴ αὔξησις, τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3.
Middle Liddell
συναύξησις, εως, [from συναυξάνω
common growth, Polyb.