συμβούλευμα: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />conseil, avertissement.<br />'''Étymologie:''' [[συμβουλεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />conseil, avertissement.<br />'''Étymologie:''' [[συμβουλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβούλευμα''': τό, [[συμβουλή]], Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.
|elnltext=συμβούλευμα -ατος, τό [συμβουλεύω] raad, advies; met πρός + acc. aan iem.. Aristot. Pol. 1311a20.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβούλευμα:''' ατος τό совет, указание, наставление Xen., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμβούλευμα:''' -ατος, τό, [[συμβουλή]] που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.
|lsmtext='''συμβούλευμα:''' -ατος, τό, [[συμβουλή]] που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβούλευμα:''' ατος τό совет, указание, наставление Xen., Arst.
|lstext='''συμβούλευμα''': τό, [[συμβουλή]], Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβούλευμα -ατος, τό [συμβουλεύω] raad, advies; met πρός + acc. aan iem.. Aristot. Pol. 1311a20.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμβούλευμα]], ατος, τό, [from [[συμβουλεύω]]<br />[[advice]] given, Xen., Arist.
|mdlsjtxt=[[συμβούλευμα]], ατος, τό, [from [[συμβουλεύω]]<br />[[advice]] given, Xen., Arist.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβούλευμα Medium diacritics: συμβούλευμα Low diacritics: συμβούλευμα Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: symboúleuma Transliteration B: symbouleuma Transliteration C: symvoylevma Beta Code: sumbou/leuma

English (LSJ)

ατος, τό, advice given, X.Ap.13, Eq.9.12; σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol.1311a20; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 980] τό, ertheilter Rath, θεοῦ, Xen. Apol. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conseil, avertissement.
Étymologie: συμβουλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβούλευμα -ατος, τό [συμβουλεύω] raad, advies; met πρός + acc. aan iem.. Aristot. Pol. 1311a20.

Russian (Dvoretsky)

συμβούλευμα: ατος τό совет, указание, наставление Xen., Arst.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.

Greek Monotonic

συμβούλευμα: -ατος, τό, συμβουλή που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συμβούλευμα: τό, συμβουλή, Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.

Middle Liddell

συμβούλευμα, ατος, τό, [from συμβουλεύω
advice given, Xen., Arist.