συμπρεσβύτερος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui est prêtre avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πρεσβύτερος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui est prêtre avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πρεσβύτερος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμ-πρεσβύτερος -ου, ὁ [σύν, πρεσβύτερος] mede-ouderling. NT. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπρεσβύτερος:''' ὁ [[товарищ по священническому сану]], [[сопресвитер]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''συμπρεσβύτερος:''' [ῠ], ὁ, αυτός που είναι επίσης [[πρεσβύτερος]], [[ιερέας]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συμπρεσβύτερος:''' [ῠ], ὁ, αυτός που είναι επίσης [[πρεσβύτερος]], [[ιερέας]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συμπρεσβύτερος''': [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:23, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, fellow-presbyter, 1 Ep.Pet.5.1, Supp.Epigr. 6.347 (Lycaonia).
German (Pape)
[Seite 990] ὁ, der Mitpresbyter, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui est prêtre avec un autre.
Étymologie: σύν, πρεσβύτερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πρεσβύτερος -ου, ὁ [σύν, πρεσβύτερος] mede-ouderling. NT.
Russian (Dvoretsky)
συμπρεσβύτερος: ὁ товарищ по священническому сану, сопресвитер NT.
English (Strong)
from σύν and πρεσβύτερος; a co-presbyter: presbyter, also an elder.
English (Thayer)
(T WH συνπρεσβυτερος (cf. σύν, II. at the end)), συμπρεσβυτερου, ὁ, a fellow-elder, Vulg. consenior (see πρεσβύτερος, 2b.): 1 Peter 5:1. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πρεσβύτερος
πρεσβύτερος μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, αυτός που είναι επίσης πρεσβύτερος, ιερέας, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ.
Middle Liddell
σῠμ-πρεσβύτερος, ὁ,
a fellow-presbyter, NTest.
Chinese
原文音譯:sumpresbÚteroj 沁-普雷士畢帖羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-年長的(更加)
字義溯源:同作長老,同工,同作牧者;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πρεσβύτερος)=長老)組成,而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 同作長老的(1) 彼前5:1