συνδιαίτησις: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />habitation <i>ou</i> vie commune, commerce familier.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιαιτάομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />habitation <i>ou</i> vie commune, commerce familier.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιαιτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιαίτησις:''' εως ἡ [[совместная жизнь]], [[общение]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιαίτησις:''' ἡ, [[συγκατοίκηση]], [[συμβίωση]], σαρκική [[επαφή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''συνδιαίτησις:''' ἡ, [[συγκατοίκηση]], [[συμβίωση]], σαρκική [[επαφή]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνδιαίτησις''': ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, [[συμβίωσις]], [[συνοίκησις]], [[ἐπιμιξία]], Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, [[τρόπος]] [[συνήθης]] [[πρός]] τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνδιαίτησις]], εως, [from [[συνδιαιτάομαι]]<br />a [[living]] [[together]], [[intercourse]], Plut. | |mdlsjtxt=[[συνδιαίτησις]], εως, [from [[συνδιαιτάομαι]]<br />a [[living]] [[together]], [[intercourse]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, living together, intercourse, Metrod.Herc.831.13, Ph.2.591, J.AJ1.1.2, Plu.Aem.1, Dio 16, etc.; συνδιαίτησις εἰς τοὺς ὑπηκόους ordinary behaviour towards them, Arr. An.4.7.4.
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, das Zusammenwohnen; neben συμβίωσις, Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
habitation ou vie commune, commerce familier.
Étymologie: συνδιαιτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαίτησις: εως ἡ совместная жизнь, общение Plut.
Greek Monotonic
συνδιαίτησις: ἡ, συγκατοίκηση, συμβίωση, σαρκική επαφή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαίτησις: ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, συμβίωσις, συνοίκησις, ἐπιμιξία, Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, τρόπος συνήθης πρός τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.
Middle Liddell
συνδιαίτησις, εως, [from συνδιαιτάομαι
a living together, intercourse, Plut.