σύσκιος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />ombragé.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκιά]].
|btext=ος, ον :<br />ombragé.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκιά]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύσκιος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, [[τόπος]] πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.
|elnltext=σύσκιος -ον [σύν, σκία] schaduwrijk; subst. τὸ σύσκιον dichte schaduw. Plat. Phaedr. 230b.
}}
{{elru
|elrutext='''σύσκιος:''' [[покрытый тенью]], [[тенистый]] Xen., Arst., Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που καλύπτεται [[παντού]] από πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Ξεν.· <i>σύσκιόν τι</i>, [[μέρος]] που καλύπτεται από πυκνή [[σκιά]], σκιερό [[μέρος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σύσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που καλύπτεται [[παντού]] από πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Ξεν.· <i>σύσκιόν τι</i>, [[μέρος]] που καλύπτεται από πυκνή [[σκιά]], σκιερό [[μέρος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύσκιος:''' [[покрытый тенью]], [[тенистый]] Xen., Arst., Plut., Luc.
|lstext='''σύσκιος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, [[τόπος]] πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.
}}
{{elnl
|elnltext=σύσκιος -ον [σύν, σκία] schaduwrijk; subst. τὸ σύσκιον dichte schaduw. Plat. Phaedr. 230b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσκῐος Medium diacritics: σύσκιος Low diacritics: σύσκιος Capitals: ΣΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: sýskios Transliteration B: syskios Transliteration C: syskios Beta Code: su/skios

English (LSJ)

ον, closely shaded, thickly shaded, X.Cyn. 8.4, Arist.HA556a25; τὸ σ. the thick shade of a tree, Pl.Phdr.230b; the closely-shaded place, Luc.Anach.16.

German (Pape)

[Seite 1042] ganz umschattet, bedeckt; Xen. Cyn. 8, 4; ἄλσος, Orph.; δάφναι, Alciphr. 1, 39; τὸ σύσκιον, das Schattige, der Schatten, τοῦ ἄγνου, Plat. Phaedr. 230 b; Luc. Gymn. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ombragé.
Étymologie: σύν, σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσκιος -ον [σύν, σκία] schaduwrijk; subst. τὸ σύσκιον dichte schaduw. Plat. Phaedr. 230b.

Russian (Dvoretsky)

σύσκιος: покрытый тенью, тенистый Xen., Arst., Plut., Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο / σύσκιος, -ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῖς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν)
τόπος πυκνά σκιασμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῦ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. κατά-σκιος. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. συσκιάζω.

Greek Monotonic

σύσκιος: -ον (σκιά), αυτός που καλύπτεται παντού από πυκνή σκιά, σκιερός, σε Ξεν.· σύσκιόν τι, μέρος που καλύπτεται από πυκνή σκιά, σκιερό μέρος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σύσκιος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, τόπος πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.

Middle Liddell

σύ-σκιος, ον, σκιά
closely shaded, thickly shaded, Xen.; σύσκιόν τι a closely-shaded place, Luc.

English (Woodhouse)

shady

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)