τριπόδης: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῐπόδης''': -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.
|elnltext=τριπόδης -ου [τρίπους] van drie voet, drie voet lang.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐπόδης:''' ου adj. m размером в три фута Hes. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐπόδης:''' -ου, ὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] τριων ποδιών, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''τρῐπόδης:''' -ου, ὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] τριων ποδιών, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐπόδης:''' ου adj. m размером в три фута Hes. etc.
|lstext='''τρῐπόδης''': -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=τριπόδης -ου [τρίπους] van drie voet, drie voet lang.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-πόδης, ου, ὁ, [[πούς]]<br />[[three]] feet [[long]], Hes.
|mdlsjtxt=τρῐ-πόδης, ου, ὁ, [[πούς]]<br />[[three]] feet [[long]], Hes.
}}
}}

Revision as of 22:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόδης Medium diacritics: τριπόδης Low diacritics: τριπόδης Capitals: ΤΡΙΠΟΔΗΣ
Transliteration A: tripódēs Transliteration B: tripodēs Transliteration C: tripodis Beta Code: tripo/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, ἡ, three feet long, ὄλμον τριπόδην Hes.Op.423; βαθύτερον τριπόδου X.Oec.19.3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπόδης -ου [τρίπους] van drie voet, drie voet lang.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόδης: ου adj. m размером в три фута Hes. etc.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος
αρχ.
αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. τετρα-πόδης].

Greek Monotonic

τρῐπόδης: -ου, ὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος τριων ποδιών, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόδης: -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.

Middle Liddell

τρῐ-πόδης, ου, ὁ, πούς
three feet long, Hes.