κεδρωτός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait en bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
|btext=ή, όν :<br />fait en bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.
}}
{{elru
|elrutext='''κεδρωτός:''' [[построенный из кедра]], [[кедровый]] (τέραμνα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεδρωτός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με [[κέδρο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κεδρωτός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με [[κέδρο]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.
}}
{{elru
|elrutext='''κεδρωτός:''' [[построенный из кедра]], [[кедровый]] (τέραμνα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεδρωτός]], ή, όν [from [[κέδρος]]<br />made of or [[inlaid]] with [[cedar]]-[[wood]], Eur.
|mdlsjtxt=[[κεδρωτός]], ή, όν [from [[κέδρος]]<br />made of or [[inlaid]] with [[cedar]]-[[wood]], Eur.
}}
}}

Revision as of 23:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρωτός Medium diacritics: κεδρωτός Low diacritics: κεδρωτός Capitals: ΚΕΔΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kedrōtós Transliteration B: kedrōtos Transliteration C: kedrotos Beta Code: kedrwto/s

English (LSJ)

ή, όν, made of or inlaid with cedar-wood, παστάδων τέ ραμνα E.Or.1371 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait en bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.

Russian (Dvoretsky)

κεδρωτός: построенный из кедра, кедровый (τέραμνα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κεδρωτός: -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κεδρωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος
αρχ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. δαφνωτός, κεγχρωτός)].

Greek Monotonic

κεδρωτός: -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με κέδρο, σε Ευρ.

Middle Liddell

κεδρωτός, ή, όν [from κέδρος
made of or inlaid with cedar-wood, Eur.