πολυπότης: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />grand buveur.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πίνω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />grand buveur.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπότης:''' ион. πουλυπότης 2 много пьющий Plut., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠπότης:''' Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, [[σκληρός]] [[πότης]], [[δεινός]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολῠπότης:''' Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, [[σκληρός]] [[πότης]], [[δεινός]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπότης:''' ион. πουλυπότης 2 много пьющий Plut., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[hard]] drinker, Anth.
|mdlsjtxt=a [[hard]] drinker, Anth.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπότης Medium diacritics: πολυπότης Low diacritics: πολυπότης Capitals: ΠΟΛΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: polypótēs Transliteration B: polypotēs Transliteration C: polypotis Beta Code: polupo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πίνω) hard drinker, Hp.Aër.4, Ath.10.442f, Cass.Pr.48; poet. πουλ- AP9.524.17:—fem. πολῠ-πότῐς, ῐδος, Ael.VH2.41.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, der Vieltrinker; Pol. 33, 14, 1; Plut. Cim. 4; in poet. Form πουλυπότης, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 17).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
grand buveur.
Étymologie: πολύς, πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.

Russian (Dvoretsky)

πολυπότης: ион. πουλυπότης 2 много пьющий Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων πολὺν οἶνον, Θεοπόμπ. Ἱστ. 149· ποιητ. πουλ-, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17· ― θηλ. πολῠπότῐς, ῐδος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει πολύ κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινοπότης.

Greek Monotonic

πολῠπότης: Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, σκληρός πότης, δεινός στην οινοποσία, σε Ανθ.

Middle Liddell

a hard drinker, Anth.