περιγλαγής: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />plein de lait.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[γλάγος]].
|btext=ής, ές :<br />plein de lait.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[γλάγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.
}}
{{elru
|elrutext='''περιγλᾰγής:''' [[полный молока]] (πέλλαι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιγλᾰγής:''' -ές ([[γλάγος]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[γάλα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''περιγλᾰγής:''' -ές ([[γλάγος]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[γάλα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.
}}
{{elru
|elrutext='''περιγλᾰγής:''' [[полный молока]] (πέλλαι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-γλᾰγής, ές [[γλάγος]]<br />[[full]] of [[milk]], Il.
|mdlsjtxt=περι-γλᾰγής, ές [[γλάγος]]<br />[[full]] of [[milk]], Il.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγλᾰγής Medium diacritics: περιγλαγής Low diacritics: περιγλαγής Capitals: ΠΕΡΙΓΛΑΓΗΣ
Transliteration A: periglagḗs Transliteration B: periglagēs Transliteration C: periglagis Beta Code: periglagh/s

English (LSJ)

ές, (γλάγος) full of milk, Il.16.642.

German (Pape)

[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de lait.
Étymologie: περί, γλάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.

Russian (Dvoretsky)

περιγλᾰγής: полный молока (πέλλαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.

English (Autenrieth)

ές (γλάγος): filled with milk, Il. 16.642†.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
γεμάτος γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ-γλαγής].

Greek Monotonic

περιγλᾰγής: -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

περι-γλᾰγής, ές γλάγος
full of milk, Il.