πολυθαρσής: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />plein de confiance, audacieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θάρσος]]. | |btext=ής, ές :<br />plein de confiance, audacieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θάρσος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυθαρσής -ές [πολύς, θάρσος] zeer moedig. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυθαρσής:''' [[весьма отважный]], [[самоуверенный]] ([[μένος]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[πολύ]] θαραλλέος, σε Όμηρ. | |lsmtext='''πολυθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[πολύ]] θαραλλέος, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-θαρσής, ές [[θάρσος]]<br />[[much]]-[[confident]], Hom. | |mdlsjtxt=πολυ-θαρσής, ές [[θάρσος]]<br />[[much]]-[[confident]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, much-confident, μένος Il.17.156, Od.13.387; valorous, πόλεμος A.R.2.912.
German (Pape)
[Seite 663] ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de confiance, audacieux.
Étymologie: πολύς, θάρσος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυθαρσής -ές [πολύς, θάρσος] zeer moedig.
Russian (Dvoretsky)
πολυθαρσής: весьма отважный, самоуверенный (μένος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, μένος Ἰλ. Ρ. 156, Ὀδ. Ν. 387.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.)
2. θαρραλέος, γενναίος
3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαρσής (< θάρσος, το «θάρρος, θράσος»), πρβλ. ευ-θαρσής].
Greek Monotonic
πολυθαρσής: -ές (θάρσος), πολύ θαραλλέος, σε Όμηρ.