προσβοηθέω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />venir au secours de, <i>dat. ou</i> [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βοηθέω]]. | |btext=-ῶ :<br />venir au secours de, <i>dat. ou</i> [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βοηθέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσβοηθέω:''' ион. [[προσβωθέω]] приходить на помощь, спешить на выручку (εἰς Βοιωτίην Her.; τινι Thuc., Plut.): ἡ πολλὴ στρατιὰ προσεβεβοηθήκει Thuc. большое войско прибыло на помощь. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ. | |lsmtext='''προσβοηθέω:''' Ιων. -[[βωθέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, [[έρχομαι]] να συντρέξω, <i>προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic -[[βωθέω]] fut. ήσω<br />to [[come]] to aid, [[come]] up with [[succour]], προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc. | |mdlsjtxt=ionic -[[βωθέω]] fut. ήσω<br />to [[come]] to aid, [[come]] up with [[succour]], προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. προσ-βωθέω, come to aid, abs., ναυσὶ π. Th.2.25, cf. 6.66, 69, etc.; δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν with ten ships... Id.8.23; στρατιᾷ καὶ ἵπποις v.l. in X.HG1.3.5; προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην v.l. in Hdt.8.144; οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσεβεβοηθήκει Th.1.50.
German (Pape)
[Seite 754] ion. προσβωθέω, zur Hülfe herbeieilen, zu Hülfe kommen; προσβωθῆσαι εἰς Βοιωτίην, Her. 8, 144; τινί, Thuc. 6, 66. 69 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 4, 19; Pol. 2, 67, 6; εἰς τὴν Ῥώμην, 2, 24, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir au secours de, dat. ou εἰς et l'acc..
Étymologie: πρός, βοηθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσβοηθέω: ион. προσβωθέω приходить на помощь, спешить на выручку (εἰς Βοιωτίην Her.; τινι Thuc., Plut.): ἡ πολλὴ στρατιὰ προσεβεβοηθήκει Thuc. большое войско прибыло на помощь.
Greek (Liddell-Scott)
προσβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ἔρχομαι φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.
Greek Monotonic
προσβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω, έρχομαι να συντρέξω, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.
Middle Liddell
ionic -βωθέω fut. ήσω
to come to aid, come up with succour, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc.