πρατός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />vendu.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πιπράσκω]].
|btext=ή, όν :<br />vendu.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πιπράσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρατός -ή -όν [πιπράσκω] ter verkoop, te koop.
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱτός:''' [adj. verb. к [[πιπράσκω]] проданный: πρατόν τινα ἐκπέμψαι Soph. продать кого-л. на чужбину (в рабство).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[πιπράσκω]], αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρᾱτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[πιπράσκω]], αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρατός -ή -όν [πιπράσκω] ter verkoop, te koop.
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱτός:''' [adj. verb. к [[πιπράσκω]] проданный: πρατόν τινα ἐκπέμψαι Soph. продать кого-л. на чужбину (в рабство).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:57, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτός Medium diacritics: πρατός Low diacritics: πρατός Capitals: ΠΡΑΤΟΣ
Transliteration A: pratós Transliteration B: pratos Transliteration C: pratos Beta Code: prato/s

English (LSJ)

ή, όν, for sale, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν S.Tr.276, cf. Test.Epict.7.11, POxy.1117.24 (ii A. D.). PGnom.190, 193 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 696] adj. verb. von πιπράσκω, verkauft, Soph. Trach. 275.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu.
Étymologie: adj. verb. de πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρατός -ή -όν [πιπράσκω] ter verkoop, te koop.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱτός: [adj. verb. к πιπράσκω проданный: πρατόν τινα ἐκπέμψαι Soph. продать кого-л. на чужбину (в рабство).

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πράσιμος, πρὸς πώλησιν, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, ὅπως πωληθῇ, (προληπτ.), Σοφ. Τρ. 276.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

πρᾱτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πιπράσκω, αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.

Middle Liddell

πρᾱτός, ή, όν verb. adj. of πιπράσκω
sold, Soph.

English (Woodhouse)

sold into bondage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)