συνεφέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐφέπομαι.
|btext=suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐφέπομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεφέπομαι [σύν, ἐφέπω] meegaan (met), volgen; met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεφέπομαι:''' (aor. συνεφεσπόμην - ион. [[συνεπεσπόμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно следовать]], [[отправляться следом]] Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ [[ὁπλιτικόν]] Xen. за ними последовали и гоплиты;<br /><b class="num">2)</b> [[следить]]: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεφέπομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εφεσπόμην</i>, Ιων. <i>-επεσπόμην</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] από κοινού, σε Ηρόδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεφέπομαι:''' αόρ. βʹ <i>-εφεσπόμην</i>, Ιων. <i>-επεσπόμην</i>, αποθ., [[ακολουθώ]] από κοινού, σε Ηρόδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεφέπομαι [σύν, ἐφέπω] meegaan (met), volgen; met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεφέπομαι:''' (aor. συνεφεσπόμην - ион. [[συνεπεσπόμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно следовать]], [[отправляться следом]] Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ [[ὁπλιτικόν]] Xen. за ними последовали и гоплиты;<br /><b class="num">2)</b> [[следить]]: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -εφεσπόμην ionic -επεσπόμην<br />Dep.:— to [[follow]] [[together]], Hdt.; τινι with one, Xen.
|mdlsjtxt=aor2 -εφεσπόμην ionic -επεσπόμην<br />Dep.:— to [[follow]] [[together]], Hdt.; τινι with one, Xen.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφέπομαι Medium diacritics: συνεφέπομαι Low diacritics: συνεφέπομαι Capitals: ΣΥΝΕΦΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: synephépomai Transliteration B: synephepomai Transliteration C: synefepomai Beta Code: sunefe/pomai

English (LSJ)

aor. -εφεσπόμην, Ion. -επεσπόμην, poet. imper. συνεπίσπεο Lyr.Alex.Adesp.20.2:—follow together, Hdt.9.102, X.Cyr. 6.4.10, Pl.Lg.701a, etc.; τινι with one, X.An.4.8.18, etc.: metaph., σ. τῷ λόγῳ Pl.Sph.254c.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐφέπομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεφέπομαι [σύν, ἐφέπω] meegaan (met), volgen; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεφέπομαι: (aor. συνεφεσπόμην - ион. συνεπεσπόμην)
1) одновременно следовать, отправляться следом Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ ὁπλιτικόν Xen. за ними последовали и гоплиты;
2) следить: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέπομαι: ἀόριστ. -εφεσπόμην, Ἰων. -επεσπόμην· ἀποθετ., ― ὡς τὸ συνεπακολουθέω, ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, Ἡρόδ. 5. 47, 9. 102, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10, Πλάτ. Νόμ. 701Α, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 18, κτλ.· μεταφορ., σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Σοφιστ. 254C. Πρβλ. συνέπομαι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α
1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῦσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.)
2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ, προσέχω»].

Greek Monotonic

συνεφέπομαι: αόρ. βʹ -εφεσπόμην, Ιων. -επεσπόμην, αποθ., ακολουθώ από κοινού, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

aor2 -εφεσπόμην ionic -επεσπόμην
Dep.:— to follow together, Hdt.; τινι with one, Xen.