τυμβίτης: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβίτης:''' ου (ῑ) adj. m (на)могильный ([[λᾶας]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυμβίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τύμβος]]), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.
|lsmtext='''τυμβίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τύμβος]]), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβίτης:''' ου (ῑ) adj. m (на)могильный ([[λᾶας]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυμβῑ́της, ου, ὁ, [[τύμβος]]<br />in or at the [[grave]], Anth.
|mdlsjtxt=τυμβῑ́της, ου, ὁ, [[τύμβος]]<br />in or at the [[grave]], Anth.
}}
}}

Revision as of 00:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβῑ́της Medium diacritics: τυμβίτης Low diacritics: τυμβίτης Capitals: ΤΥΜΒΙΤΗΣ
Transliteration A: tymbítēs Transliteration B: tymbitēs Transliteration C: tymvitis Beta Code: tumbi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, on the grave or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m;
c.
τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.

Russian (Dvoretsky)

τυμβίτης: ου (ῑ) adj. m (на)могильный (λᾶας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.

Greek Monolingual

και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχ-ίτης)].

Greek Monotonic

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.

Middle Liddell

τυμβῑ́της, ου, ὁ, τύμβος
in or at the grave, Anth.