γεροντοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enseigne un vieillard.<br />'''Étymologie:''' [[γέρων]], [[διδάσκαλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enseigne un vieillard.<br />'''Étymologie:''' [[γέρων]], [[διδάσκαλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γεροντοδιδάσκαλος]] -ου, ὁ [[γέρων]], [[διδάσκαλος]] bejaardenleraar.
}}
{{elru
|elrutext='''γεροντοδιδάσκᾰλος:''' ὁ [[учитель стариков]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεροντοδῐδάσκαλος:''' ὁ, ἡ, ο [[δάσκαλος]] ενός γέροντα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''γεροντοδῐδάσκαλος:''' ὁ, ἡ, ο [[δάσκαλος]] ενός γέροντα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεροντοδιδάσκᾰλος:''' ὁ [[учитель стариков]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=an old man's [[master]], Plat.
|mdlsjtxt=an old man's [[master]], Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γεροντοδιδάσκαλος]] -ου, ὁ [[γέρων]], [[διδάσκαλος]] bejaardenleraar.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: γεροντοδιδάσκαλος Low diacritics: γεροντοδιδάσκαλος Capitals: ΓΕΡΟΝΤΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: gerontodidáskalos Transliteration B: gerontodidaskalos Transliteration C: gerontodidaskalos Beta Code: gerontodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, old man's master, Pl.Euthd.272c.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ maestro de ancianos οἱ παῖδες οἱ συμφοιτηταί μοι ἐμοῦ τε καταγελῶσι καὶ τὸν Κόννον καλοῦσι γεροντοδιδάσκαλον Pl.Euthd.272c.

German (Pape)

[Seite 486] ὁ, Lehrer der Alten, Plat. Euthyd. 272 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne un vieillard.
Étymologie: γέρων, διδάσκαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεροντοδιδάσκαλος -ου, ὁ γέρων, διδάσκαλος bejaardenleraar.

Russian (Dvoretsky)

γεροντοδιδάσκᾰλος:учитель стариков Plat.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, διδάσκαλος γέροντος, Πλάτ. Εὐθυδ. 272C.

Greek Monolingual

γεροντοδιδάσκαλος, ο (Α)
δάσκαλος ηλικιωμένου ανθρώπου.

Greek Monotonic

γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, ο δάσκαλος ενός γέροντα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

an old man's master, Plat.