ἀλητεύω: Difference between revisions
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et f.</i><br />errer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλήτης]]. | |btext=<i>seul. prés. et f.</i><br />errer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλήτης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἀλητεύω]] [[ἀλήτης]] (rond)zwerven, (rond)dwalen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλητεύω:''' (ᾰ) странствовать, скитаться, бродить Hom., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξόριστους, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀλητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξόριστους, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀλήτης]]<br />to [[wander]], [[roam]] [[about]], of beggars, Od.; of exiles, Eur. | |mdlsjtxt=[from [[ἀλήτης]]<br />to [[wander]], [[roam]] [[about]], of beggars, Od.; of exiles, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. ἀλατ-, fut. -σω E.Heracl.515:—wander, roam, mostly of beggars, Od. 17.501, al., AP9.12 (Leon.); of hunters, Od.12.330; ofexiles, E.l.c., Hipp.1048, Phalar.Ep.95; θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀλᾱτ- E.El.131
• Prosodia: [ᾰ-]
andar errante gener. de mendigos o exiliados ἀλητεύων' Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται Od.14.126, 12.320, cf. 16.101, E.Heracl.515, Hipp.1048, AP 9.12 (Leon.Alex.), Nonn.D.8.93, Phalar.Ep.95.1, κατὰ δῶμα Od.17.501
•c. ac. χθόνα E.Hipp.1029, πόλιν E.El.131
•fig. θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.
German (Pape)
[Seite 95] herumschweifen, von Bettlern, Od. 14, 126. 16, 101; ἀλητεύειν κατὰ δῶμα (δόμον κατ'), betteln, Od. 17, 501. 22, 291, ἐν δημῳ 18, 114; von Jägern 12, 330; – Eur. Hipp. 1045 Heracl. 515 u. sp. D. ἀλητήρ, ῆρος, ὁ, ein Tanz bei den Sicyoniern, Ath. XIV, 631 d.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et f.
errer.
Étymologie: ἀλήτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλητεύω ἀλήτης (rond)zwerven, (rond)dwalen.
Russian (Dvoretsky)
ἀλητεύω: (ᾰ) странствовать, скитаться, бродить Hom., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητεύω: μέλλ. -σω, Εὐρ. Ἡρακλ. 515: - εἶμαι ἀλήτης, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, μάλιστα ἐπὶ ἐπαιτῶν, Ὀδ. Ρ. 501, καὶ ἀλλ., ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνηγῶν, Μ. 330· ἐπὶ ἐξορίστων, Εὐρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Ἱππ. 1048, κτλ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(Α ἀλητεύω)
(με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης
αρχ.
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης.
ΠΑΡ. αλητεία].
Greek Monotonic
ἀλητεύω: μέλ. -σω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξόριστους, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from ἀλήτης
to wander, roam about, of beggars, Od.; of exiles, Eur.