κατεπάλμενος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[κατεφάλλομαι]]. | |btext=v. [[κατεφάλλομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεπάλμενος:''' эп. part. aor. 2 к [[κατεφάλλομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]]. | |lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 3 October 2022
English (LSJ)
κατέπ-αλτο, v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.
German (Pape)
[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.
French (Bailly abrégé)
v. κατεφάλλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.
English (Autenrieth)
see κατεφάλλομαι.
Greek Monotonic
κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.