καταπλοκή: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταπλοκή -ῆς, ἡ [καταπλέκω] verbinding. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπλοκή:''' ἡ [[сплетение]], [[переплетение]] (τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπλοκή]], ἡ (AM [[καταπλέκω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[περιπλοκή]], [[μπέρδεμα]], [[ατυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πυκνή, έντονη [[πλοκή]], [[συμπλοκή]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> κατιούσα μελωδική [[γραμμή]]. | |mltxt=[[καταπλοκή]], ἡ (AM [[καταπλέκω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[περιπλοκή]], [[μπέρδεμα]], [[ατυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πυκνή, έντονη [[πλοκή]], [[συμπλοκή]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> κατιούσα μελωδική [[γραμμή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A entwining, interlacing, τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Pl.Ti.76d; complication, τῶν πραγμάτων Artem.2.5. II in Music, descending progression, opp. ἀναπλοκή, Ptol.Harm.2.12.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπλοκή -ῆς, ἡ [καταπλέκω] verbinding.
Russian (Dvoretsky)
καταπλοκή: ἡ сплетение, переплетение (τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπλοκή: ἡ, τὸ καταπλέκειν, πλέξιμον πυκνόν, συμπλοκή, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους κ. τοῦ νεύρου Πλάτ. Τίμ. 76D· μεταφ., δόλους καὶ ἐνέδρας καὶ κ. τῶν χρημάτων Ἀρτεμίδ. 2. 5. σ. 137. 20· κ. τῶν χρεῶν ὁ αὐτ. 6. 139. 7. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ σχέσις τῶν φθόγγων κατιόντων ἐν κανονικῇ διαδοχῇ, ἀντιθ. τῷ ἀναπλοκή, Πτολεμ. Ἁρμ.
Greek Monolingual
καταπλοκή, ἡ (AM καταπλέκω
μσν.
μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία
αρχ.
1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή
2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή.