πολύθροος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />très bruyant, très sonore.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρόος]]. | |btext=οος, οον;<br />très bruyant, très sonore.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρόος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύθροος -οον, contr. πολύθρους -ουν [πολύς, θρόος] met veel geschreeuw. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύθροος:''' стяж. [[πολύθρους]] 2 многошумный ([[μάται]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύθροος:''' -ον, συνηρ. -[[θρους]], -ουν, αυτός που κάνει [[πολύ]] θόρυβο, [[θορυβώδης]], πολύβουος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολύθροος:''' -ον, συνηρ. -[[θρους]], -ουν, αυτός που κάνει [[πολύ]] θόρυβο, [[θορυβώδης]], πολύβουος, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, contr. πολύ-θρους, ουν, clamorous, μάται A.Supp.820 (lyr.); φήμη Tryph.236; κυκλίων στίχος App.Anth.3.186.
German (Pape)
[Seite 663] zsgzgn πολύθρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v.l. πολύθυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 (App. 109).
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
très bruyant, très sonore.
Étymologie: πολύς, θρόος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθροος -οον, contr. πολύθρους -ουν [πολύς, θρόος] met veel geschreeuw.
Russian (Dvoretsky)
πολύθροος: стяж. πολύθρους 2 многошумный (μάται Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ μετὰ πολλοῦ θορύβου, θορυβώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων στίχος Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.
Greek Monotonic
πολύθροος: -ον, συνηρ. -θρους, -ουν, αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, θορυβώδης, πολύβουος, σε Αισχύλ.