καταπεφρονηκότως: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]].
|btext=<i>adv.</i><br />avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταπεφρονηκότως:''' adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπεφρονηκότως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του [[καταφρονέω]], περιφρονητικά, σε Δημ.
|lsmtext='''καταπεφρονηκότως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του [[καταφρονέω]], περιφρονητικά, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπεφρονηκότως:''' adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[part]]. perf. act. of [[καταφρονέω]],]<br />[[contemptuously]], Dem.
|mdlsjtxt=[[part]]. perf. act. of [[καταφρονέω]],]<br />[[contemptuously]], Dem.
}}
}}

Revision as of 12:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπεφρονηκότως Medium diacritics: καταπεφρονηκότως Low diacritics: καταπεφρονηκότως Capitals: ΚΑΤΑΠΕΦΡΟΝΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katapephronēkótōs Transliteration B: katapephronēkotōs Transliteration C: katapefronikotos Beta Code: katapefronhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω, A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc. II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως, despisedly, v.l. for -μένος in Sch.Luc.Ind.10.

German (Pape)

[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.

Russian (Dvoretsky)

καταπεφρονηκότως: adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ

Greek Monolingual

καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].

Greek Monotonic

καταπεφρονηκότως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω, περιφρονητικά, σε Δημ.

Middle Liddell

part. perf. act. of καταφρονέω,]
contemptuously, Dem.