Λητῷος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(3) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{LSJ2 | ||
| | |Full diacritics=Λητῷος | ||
|Medium diacritics=Λητῷος | |||
|Low diacritics=Λητώος | |||
|Capitals=ΛΗΤΩΟΣ | |||
|Transliteration A=Lētō̂ios | |||
|Transliteration B=Lētōos | |||
|Transliteration C=Litoos | |||
|Beta Code=*lhtw=|os | |||
|Definition=v. sub [[Λητώ]]. | |||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de Latone : Λητῴα [[κόρη]] SOPH la fille de Latone (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[Λητώ]]. | |btext=α, ον :<br />de Latone : Λητῴα [[κόρη]] SOPH la fille de Latone (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[Λητώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Λητῷος:''' дор. [[Λατῷος|Λᾱτῷος]] 3 adj. к [[Λητώ]]: Λητῴα [[κόρη]] Soph. = [[Ἄρτεμις]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Λητῷος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν Λητὼ ἢ γεγεννημένος ἐκ τῆς Λητοῦς, [[κόρη]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169, Σοφ. Ἠλ. 570· Δωρ. Λατῴα, Ἀνθ. Π. 6. 280· θηλ. [[ὡσαύτως]] Λατωιάς, άδος, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 83, Ὀππ. κτλ.· καὶ Λητωίς, ίδος. Ἀνθ. Π. 6. 272, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 938. ΙΙ. τὸ Λητῷον, ὁ ναὸς τῆς Λητοῦς, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. ἐν ἀρχ., Στράβ. 665. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Λητῷος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στη [[Λητώ]] ή γεννήθηκε από αυτήν, σε Σοφ.· Δωρ. Λᾶτῴα, σε Ανθ.· θηλ. επίσης, | |lsmtext='''Λητῷος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στη [[Λητώ]] ή γεννήθηκε από αυτήν, σε Σοφ.· Δωρ. Λᾶτῴα, σε Ανθ.· θηλ. επίσης, Λητωΐς, <i>-ΐδος</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[Λητῷος]], η, ον [from [[Λητώ]]<br />of or [[born]] from [[Leto]], Soph.; doric Λατῴα, Anth.: fem. also Λητωίς, ίδος, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 3 October 2022
English (LSJ)
v. sub Λητώ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Latone : Λητῴα κόρη SOPH la fille de Latone (Artémis).
Étymologie: Λητώ.
Russian (Dvoretsky)
Λητῷος: дор. Λᾱτῷος 3 adj. к Λητώ: Λητῴα κόρη Soph. = Ἄρτεμις.
Greek (Liddell-Scott)
Λητῷος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν Λητὼ ἢ γεγεννημένος ἐκ τῆς Λητοῦς, κόρη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169, Σοφ. Ἠλ. 570· Δωρ. Λατῴα, Ἀνθ. Π. 6. 280· θηλ. ὡσαύτως Λατωιάς, άδος, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 83, Ὀππ. κτλ.· καὶ Λητωίς, ίδος. Ἀνθ. Π. 6. 272, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 938. ΙΙ. τὸ Λητῷον, ὁ ναὸς τῆς Λητοῦς, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. ἐν ἀρχ., Στράβ. 665.
Greek Monotonic
Λητῷος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στη Λητώ ή γεννήθηκε από αυτήν, σε Σοφ.· Δωρ. Λᾶτῴα, σε Ανθ.· θηλ. επίσης, Λητωΐς, -ΐδος, στον ίδ.
Middle Liddell
Λητῷος, η, ον [from Λητώ
of or born from Leto, Soph.; doric Λατῴα, Anth.: fem. also Λητωίς, ίδος, Anth.