Σωκρατικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de Socrate <i>ou</i> de son école, socratique.<br />'''Étymologie:''' [[Σωκράτης]]. | |btext=ή, όν :<br />de Socrate <i>ou</i> de son école, socratique.<br />'''Étymologie:''' [[Σωκράτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σωκρᾰτικός:''' Arph., Luc. = [[Σωκράτειος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σωκρᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>οἱ Σωκρατικοί</i>, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο του Σωκράτη, το [[more]] Socratico, του Κικ. | |lsmtext='''Σωκρᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>οἱ Σωκρατικοί</i>, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο του Σωκράτη, το [[more]] Socratico, του Κικ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Σωκρᾰτικός, ή, όν<br />Socratic, of [[Socrates]], Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his [[school]], Luc. adv. -κῶς, [[more]] Socratico, Cic. | |mdlsjtxt=Σωκρᾰτικός, ή, όν<br />Socratic, of [[Socrates]], Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his [[school]], Luc. adv. -κῶς, [[more]] Socratico, Cic. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, Socratic, of Socrates, λόγοι Arist. Po.1447b11; μνημονεύματα Phld.Vit.p.41 J.; ἐπιστολαί Wilcken Chr. 155 (iii A.D.); οἱ Σωκρατικοί = Socratics, Socratic philosophers, Luc.Am.23. Adv. Σωκρατικῶς = in the manner of Socrates, Socratically, more Socratico, Cic.Att.2.3.3.
German (Pape)
[Seite 1059] adj. von Σωκράτης, sokratisch, den Sokrates betreffend.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Socrate ou de son école, socratique.
Étymologie: Σωκράτης.
Russian (Dvoretsky)
Σωκρᾰτικός: Arph., Luc. = Σωκράτειος.
Greek (Liddell-Scott)
Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸν Σωκράτην ἀνήκων, Ἀριστοτ., κλπ.· οἱ Σωκρατικοί, οἱ φιλόσοφοι τῆς σχολῆς αὐτοῦ, Λουκ. Ἔρωτ. 23· τὸ Σωκρατικόν, λόγος τοῦ Σωκρ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον Σωκρατικόν, more Socratica, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3.
Greek Monotonic
Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· οἱ Σωκρατικοί, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο του Σωκράτη, το more Socratico, του Κικ.
Middle Liddell
Σωκρᾰτικός, ή, όν
Socratic, of Socrates, Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his school, Luc. adv. -κῶς, more Socratico, Cic.