γαλακτοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />blanc comme du lait caillé.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[πήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />blanc comme du lait caillé.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλακτοπᾰγής:''' [[цвета свернувшегося молока]] ([[χρώς]], [[ἄρνα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλακτοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο [[γάλα]], [[λευκός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''γᾰλακτοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο [[γάλα]], [[λευκός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλακτοπᾰγής:''' [[цвета свернувшегося молока]] ([[χρώς]], [[ἄρνα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />like [[curdled]] [[milk]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />like [[curdled]] [[milk]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοπᾰγής Medium diacritics: γαλακτοπαγής Low diacritics: γαλακτοπαγής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: galaktopagḗs Transliteration B: galaktopagēs Transliteration C: galaktopagis Beta Code: galaktopagh/s

English (LSJ)

ές, like curdled milk, χρώς AP5.59 (Rufin.); ἄρνα ib.12.204 (Strat.).

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοπᾰγής) -ές
semejante a la leche cuajada χρώς AP 5.60 (Rufin.), ἀρήν AP 12.204 (Strat.), cf. γλακτοπαγής.

German (Pape)

[Seite 471] ές, χρώς, wie geronnene Milch, Rufin. 6 (V, 60); ἄρνα γ., von einem Knaben, Strat. 46 (XII, 204).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
blanc comme du lait caillé.
Étymologie: γάλα, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοπᾰγής: цвета свернувшегося молока (χρώς, ἄρνα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοπᾰγής: -ές, ὡς πεπηγμένον γάλα, λευκός, χρὼς Ἀνθ. Π. 5. 60., 12. 204· ἄρνα γαλ., ἐπὶ τρυφεροῦ παιδός, Στράτ. 46.

Greek Monolingual

γαλακτοπαγής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στην πυκνότητα με πηγμένο γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -παγής < πήγνυμι.

Greek Monotonic

γᾰλακτοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που μοιάζει με το πηγμένο γάλα, λευκός, σε Ανθ.

Middle Liddell

πήγνυμι
like curdled milk, Anth.