Ναϊάς: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />Naïade, <i>divinité des cours d'eau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[νάω]].
|btext=άδος (ἡ) :<br />Naïade, <i>divinité des cours d'eau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[νάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''Νᾱϊάς:''' ион. [[Νηϊάς]], άδος, тж. [[Ναΐς]] и [[Νηΐς]], ΐδος ἡ наяда (водяная нимфа) Pind., Eur. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Νᾱϊάς:''' ἡ ([[νάω]]), Ιων. [[Νηϊάς]], -[[άδος]], η [[Ναϊάδα]], [[νύμφη]] των ποταμών ή των πηγών (όπως η <i>[[Νηρηίς]]</i> είναι [[νύμφη]] των θαλασσών), [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>Ναϊάδες</i>, Ιων. <i>Νηϊάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], επίσης, Ιων. Νηΐς, <i>-ΐδος</i>, <i>ἡ</i>, στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''Νᾱϊάς:''' ἡ ([[νάω]]), Ιων. [[Νηϊάς]], -[[άδος]], η [[Ναϊάδα]], [[νύμφη]] των ποταμών ή των πηγών (όπως η <i>[[Νηρηίς]]</i> είναι [[νύμφη]] των θαλασσών), [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>Ναϊάδες</i>, Ιων. <i>Νηϊάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], επίσης, Ιων. Νηΐς, <i>-ΐδος</i>, <i>ἡ</i>, στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Νᾱϊάς:''' ион. [[Νηϊάς]], άδος, тж. [[Ναΐς]] и [[Νηΐς]], ΐδος ἡ наяда (водяная нимфа) Pind., Eur. etc.
}}
}}

Revision as of 12:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ναϊάς Medium diacritics: Ναϊάς Low diacritics: Ναϊάς Capitals: ΝΑΪΑΣ
Transliteration A: Naïás Transliteration B: Naias Transliteration C: Naias Beta Code: *nai+a/s

English (LSJ)

Ion. Νηϊάς, άδος, ἡ, (νάω) Naiad, river-nymph, spring-nymph, Od.13.104,356 (pl.): in sg., A.R. 1.626:—also Ναΐς, Ion. Νηΐς, ΐδος, ἡ, in sg., νηΐς Ἀβαρβαρέη Il.6.22; νύμφη τέκε νηΐς 14.444, cf. Pi.P.9.16, E.Hel.187 (lyr.): pl. Ναΐδες, Str.10.3.10, Paus.8.4.2, etc.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
Naïade, divinité des cours d'eau.
Étymologie: DELG νάω.

Russian (Dvoretsky)

Νᾱϊάς: ион. Νηϊάς, άδος, тж. Ναΐς и Νηΐς, ΐδος ἡ наяда (водяная нимфа) Pind., Eur. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Νᾱϊάς: Ἰων. Νηιάς, -άδος, ἡ· (νάω)· - νύμφη ποταμοῦ ἢ πηγῆς (ὡς ἡ Νηρηῒς εἶναι νύμφη τῆς θαλάσσης), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Ναϊάδες, Ἰων. Νηϊάδες, Ὀδ. Ν. 104, 348, 356, Εὐρ. κλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 626· - οὕτω καὶ Ναΐς, Ἰων. Νηίς, -ίδος, ἡ, ἐν τῷ ἑνικῷ, Νηὶς Ἀβαρβαρέη Ἰλ. Ζ. 22· Νύμφη τέκε Νηὶς Ξ. 444, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 29, Εὐρ. Ἑλ. 187: πληθ. Ναΐδες, Στράβ. 468, Παυσ., κλ.

Greek Monolingual

(II)
Ναϊάς, ἡ (Α)
βλ. Ναϊάδα.

Greek Monotonic

Νᾱϊάς: ἡ (νάω), Ιων. Νηϊάς, -άδος, η Ναϊάδα, νύμφη των ποταμών ή των πηγών (όπως η Νηρηίς είναι νύμφη των θαλασσών), κυρίως στον πληθ.· Ναϊάδες, Ιων. Νηϊάδες, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την ίδια σημασία, επίσης, Ιων. Νηΐς, -ΐδος, , στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.