δίδημι: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl.</i> [[διδέασι]], <i>part. gén. plur.</i> [[διδέντων]], <i>impf. 3ᵉ sg.</i> δίδη;<br /><i>c.</i> [[δέω]]¹, lier.<br />'''Étymologie:''' R. Δε, lier, avec redoubl.
|btext=<i>seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl.</i> [[διδέασι]], <i>part. gén. plur.</i> [[διδέντων]], <i>impf. 3ᵉ sg.</i> δίδη;<br /><i>c.</i> [[δέω]]¹, lier.<br />'''Étymologie:''' R. Δε, lier, avec redoubl.
}}
{{elru
|elrutext='''δίδημι:''' (ῐ) (= [[δέω]] I)<br /><b class="num">1)</b> [[связывать]] (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[привязывать]] (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίδημι:''' γʹ πληθ. <i>διδέᾱσι</i>, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>δίδη</i>, γʹ πληθ. προστ. [[διδέντων]] — Επικ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δέω]] (όπως το [[τίθημι]] του *[[θέω]]), [[αλυσοδένω]], [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''δίδημι:''' γʹ πληθ. <i>διδέᾱσι</i>, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>δίδη</i>, γʹ πληθ. προστ. [[διδέντων]] — Επικ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δέω]] (όπως το [[τίθημι]] του *[[θέω]]), [[αλυσοδένω]], [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίδημι:''' (ῐ) (= [[δέω]] I)<br /><b class="num">1)</b> [[связывать]] (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[привязывать]] (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίδημι Medium diacritics: δίδημι Low diacritics: δίδημι Capitals: ΔΙΔΗΜΙ
Transliteration A: dídēmi Transliteration B: didēmi Transliteration C: didimi Beta Code: di/dhmi

English (LSJ)

Aeol. inf. δίδην and pres. ind. δίδει Hsch., part. διδείς, εῖσα, έν, GDI2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα Delph.3(2).131: redupl. form of δέω (A):—bind, fetter, ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ep. 3 impf. for ἐδίδη) Il.11.105; οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (Aristarch. for δεόντων) let them bind thee, Od.12.54: 3pl. ind. διδέᾱσι X.An.5.8.24 (v.l. δεσμεύουσι).

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. ind. 3a plu. διδέασι X.An.5.8.24, imperat. 3a plu. διδέντων Od.12.54; ép. impf. 3a sg. sin aum. δίδη Il.11.105]
atar, sujetar ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς ... δίδη μόσχοισι λύγοισι a los dos en otro tiempo Aquiles los ató con flexibles mimbres, Il.l.c., οἱ δέ σ' ἐνὶ ... δεσμοῖσι διδέντων Od.l.c., τοὺς κύνας X.l.c., abs. μαστιγοῦσα καὶ διδεῖσα GDI 2216.20 (II/I a.C.), cf. 2156.18 (Delfos I d.C.), EM 273.3G.
• Etimología: Pres. red. de *deH1-, que da lugar a δέω q.u.

German (Pape)

[Seite 615] Nebenform von δέω, binden; Homer vom Fesseln von Menschen: Iliad. 11, 105 ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν; Odyss. 12, 54 οἱ δέ σ' ἔτι πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων, v.l. δεόντων, Scholl. Didym. δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιθέντων. – Xenoph. An. 5, 8, 24 διδέασι. διδράσκω, fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.

French (Bailly abrégé)

seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl. διδέασι, part. gén. plur. διδέντων, impf. 3ᵉ sg. δίδη;
c. δέω¹, lier.
Étymologie: R. Δε, lier, avec redoubl.

Russian (Dvoretsky)

δίδημι: (ῐ) (= δέω I)
1) связывать (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);
2) привязывать (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δίδημι: Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ ῥήμ. δέω (ὡς τίθημι τοῦ *θέω), δένω, δεσμεύω, ὥ ποτ’ Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ἐπ. γ΄ παρατ. ἀντὶ ἐδίδη) Ἰλ. Λ. 105· οἱ δέ σ’… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (κατὰ Pors. ἀντὶ δεόντων), ἄς σε δέσωσιν, Ὀδ. Μ. 54· γ΄ πληθ. ὁριστ. διδέᾱσι ἀπαντᾷ παρὰ Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24 (κοινῶς δεσμεύουσι).

English (Autenrieth)

(parallel form of δέ Od. 24.2), ipf. 3 sing. δίδη, imp. διδέντων (v.l. δεόντων): bind, Il. 1.105 and Od. 12.54.

Greek Monolingual

δίδημι (Α)
δένω, δεσμεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δένω].

Greek Monotonic

δίδημι: γʹ πληθ. διδέᾱσι, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. δίδη, γʹ πληθ. προστ. διδέντων — Επικ. αναδιπλ. τύπος του δέω (όπως το τίθημι του *θέω), αλυσοδένω, δεσμεύω, περιορίζω, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

See also: s. 1. δέω.

Middle Liddell

[epic redupl. form of δέω, as τίθημι of *θέω]
to bind, fetter, Hom.

Frisk Etymology German

δίδημι: {dídēmi}
See also: s. 1. δέω.
Page 1,387