διασκηνάω: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[διασκηνέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[διασκηνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διασκηνάω:''' = [[διασκηνέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκηνάω:''' ή -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> διασκορπίζομαι [[ολόγυρα]] και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (<i>σκηναί</i>), [[κατασκηνώνω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποχωρώ]] από τη [[σκηνή]] του συντρόφου, στον ίδ.
|lsmtext='''διασκηνάω:''' ή -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> διασκορπίζομαι [[ολόγυρα]] και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (<i>σκηναί</i>), [[κατασκηνώνω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποχωρώ]] από τη [[σκηνή]] του συντρόφου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκηνάω:''' = [[διασκηνέω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -έω fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[disperse]] and [[retire]] [[each]] to his [[quarters]] (σκηναί), to [[take]] up one's [[quarters]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[leave]] a [[comrade]]'s [[tent]], Xen.
|mdlsjtxt=or -έω fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[disperse]] and [[retire]] [[each]] to his [[quarters]] (σκηναί), to [[take]] up one's [[quarters]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[leave]] a [[comrade]]'s [[tent]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. διασκηνέω.

Russian (Dvoretsky)

διασκηνάω: = διασκηνέω.

Greek (Liddell-Scott)

διασκηνάω: ἢ -έω, πηγνύω σκηνὰς εἰς διάφορα μέρη καὶ κατασκηνῶ, δ. εἰς ἢ κατὰ τόπον Ξεν. Ἀν. 4. 4, 8, καὶ 5, 29· πρβλ. ἑξ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, καταλείπω τὴν σκηνήν, ἀντίθ. συσκηνῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 38, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 18.

Greek Monotonic

διασκηνάω: ή -έω, μέλ. -ήσω,
I. διασκορπίζομαι ολόγυρα και εγκαθίσταμαι σε σκηνές (σκηναί), κατασκηνώνω, καταλύω, σε Ξεν.
II. αποχωρώ από τη σκηνή του συντρόφου, στον ίδ.

Middle Liddell

or -έω fut. ήσω
I. to disperse and retire each to his quarters (σκηναί), to take up one's quarters, Xen.
II. to leave a comrade's tent, Xen.