διεξελέγχω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=réfuter complètement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξελέγχω]].
|btext=réfuter complètement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξελέγχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεξελέγχω:''' Plut., Luc. = [[διελέγχω]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεξελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανασκευάζω]] ολοκληρωτικά, [[αναιρώ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διεξελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανασκευάζω]] ολοκληρωτικά, [[αναιρώ]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεξελέγχω:''' Plut., Luc. = [[διελέγχω]] 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[refute]] [[utterly]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[refute]] [[utterly]], Luc.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξελέγχω Medium diacritics: διεξελέγχω Low diacritics: διεξελέγχω Capitals: ΔΙΕΞΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: diexelénchō Transliteration B: diexelenchō Transliteration C: diekselegcho Beta Code: diecele/gxw

English (LSJ)

refute utterly, Luc.Alex.61, Plu.2.922e, Gal.4.518:—Pass., ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται when they are convicted of ignorance, Them. Or.21.259b.

Spanish (DGE)

1 refutar, rebatir ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.Alex.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.

German (Pape)

[Seite 619] ganz überführen, widerlegen, Luc. Alex. 61; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

réfuter complètement.
Étymologie: διά, ἐξελέγχω.

Russian (Dvoretsky)

διεξελέγχω: Plut., Luc. = διελέγχω 1.

Greek (Liddell-Scott)

διεξελέγχω: ἐντελῶς ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, ἀποδεικνύω τι ἄλλως ἔχον, Γαλην. 3. 187, Λουκ. Ἀλεξ. 61.

Greek Monolingual

διεξελέγχω (Α) εξελέγχω
ελέγχω εντελώς, μετά από έλεγχο αποδεικνύω την πλάνη ή την άγνοια κάποιου.

Greek Monotonic

διεξελέγχω: μέλ. -ξω, ανασκευάζω ολοκληρωτικά, αναιρώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ξω
to refute utterly, Luc.