δυσκατάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut changer les dispositions, intraitable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καταλλάσσω]].
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut changer les dispositions, intraitable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καταλλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάλλακτος:''' [[трудно поддающийся уговорам]], [[непримиримый]] (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]].
|mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάλλακτος:''' [[трудно поддающийся уговорам]], [[непримиримый]] (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκατάλλακτος Medium diacritics: δυσκατάλλακτος Low diacritics: δυσκατάλλακτος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dyskatállaktos Transliteration B: dyskatallaktos Transliteration C: dyskatallaktos Beta Code: duskata/llaktos

English (LSJ)

ον, hard to reconcile, Plu.2.13d, Ath. 14.625b.

Spanish (DGE)

-ον
reacio a la reconciliación θυμοῦ πλήρεις, δυσκατάλλακτοι, φιλόνεικοι Ath.625b, cf. Eust.55.30
neutr. subst. τὸ δ. la poca predisposición a la reconciliación τό γε δυσμενὲς καὶ τὸ δ. Plu.2.13d.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszusöhnen od. zu begütigen, Ath. XIV, 625 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut changer les dispositions, intraitable.
Étymologie: δυσ-, καταλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάλλακτος: трудно поддающийся уговорам, непримиримый (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάλλακτος: -ον, δυσδιάλλακτος, δυσκόλως συνδιαλλαττόμενος, Πλούτ. 2. 13D, Ἀθήν. 625Β.

Greek Monolingual

δυσκατάλλακτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάλλακτον
η δυσκολία στη συνδιαλλαγή.