εὐήχητος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)h/xhtos
|Beta Code=eu)h/xhtos
|Definition=Dor. [[εὐάχητος]] [α], ον, = [[εὐηχής]] ([[well-sounding]], [[tuneful]], [[euphonious]]), ὕμνοι E. ''Ion'' 884 (lyr.) ; [[loud-sounding]], [[πόντος]] Id. ''Hipp.'' 1272 (lyr.).
|Definition=Dor. [[εὐάχητος]] [α], ον, = [[εὐηχής]] ([[well-sounding]], [[tuneful]], [[euphonious]]), ὕμνοι E. ''Ion'' 884 (lyr.) ; [[loud-sounding]], [[πόντος]] Id. ''Hipp.'' 1272 (lyr.).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήχητος:''' = [[εὐάχητος]] и [[εὐηχής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήχητος:''' Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον ([[ἠχέω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται [[καλά]], [[εύηχος]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται [[δυνατά]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὐήχητος:''' Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον ([[ἠχέω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται [[καλά]], [[εύηχος]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται [[δυνατά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήχητος:''' = [[εὐάχητος]] и [[εὐηχής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἠχέω]]<br />well-[[sounding]], [[tuneful]], Eur.: [[loud]]-[[sounding]], Eur.
|mdlsjtxt=[[ἠχέω]]<br />well-[[sounding]], [[tuneful]], Eur.: [[loud]]-[[sounding]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:06, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήχητος Medium diacritics: εὐήχητος Low diacritics: ευήχητος Capitals: ΕΥΗΧΗΤΟΣ
Transliteration A: euḗchētos Transliteration B: euēchētos Transliteration C: evichitos Beta Code: eu)h/xhtos

English (LSJ)

Dor. εὐάχητος [α], ον, = εὐηχής (well-sounding, tuneful, euphonious), ὕμνοι E. Ion 884 (lyr.) ; loud-sounding, πόντος Id. Hipp. 1272 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

εὐήχητος: = εὐάχητος и εὐηχής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήχητος: Δωρ. εὐάχητος ᾱ, ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἴων 884· μεγάλως ἠχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1272.

Greek Monolingual

εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)
1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.)
2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»].

Greek Monotonic

εὐήχητος: Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον (ἠχέω), αυτός που ηχεί, ακούγεται καλά, εύηχος, μελωδικός, σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται δυνατά, στον ίδ.

Middle Liddell

ἠχέω
well-sounding, tuneful, Eur.: loud-sounding, Eur.