εὐήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bon pour l'homme, qui convient à l'homme, viril;<br /><b>2</b> qui rend fort (vin).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bon pour l'homme, qui convient à l'homme, viril;<br /><b>2</b> qui rend fort (vin).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήνωρ:''' дор. [[εὐάνωρ]] (ᾱ), ορος<br /><b class="num">1)</b> [[мужественный]] ([[λαός]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[подобающий мужам]] ([[χαλκός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[укрепляющий мужество]] ([[οἶνος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[изобилующий храбрецами]] ([[πόλις]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὐήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήνωρ:''' дор. [[εὐάνωρ]] (ᾱ), ορος<br /><b class="num">1)</b> [[мужественный]] ([[λαός]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[подобающий мужам]] ([[χαλκός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[укрепляющий мужество]] ([[οἶνος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[изобилующий храбрецами]] ([[πόλις]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=man-exalting, [[glorious]], Od.
|mdlsjtxt=man-exalting, [[glorious]], Od.
}}
}}

Revision as of 13:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήνωρ Medium diacritics: εὐήνωρ Low diacritics: ευήνωρ Capitals: ΕΥΗΝΩΡ
Transliteration A: euḗnōr Transliteration B: euēnōr Transliteration C: evinor Beta Code: eu)h/nwr

English (LSJ)

Dor. εὐάνωρ [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Hom. (only in Od.), prob. 'A the joy of men', φέρον δ' εὐήνορα οἶνον 4.622; φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν 13.19. II later, of communities, etc., well-manned, abounding in brave men, Pi.O.1.24, 6.80, etc.; λαός Id.N.10.36; ἵππος, of the Trojan horse, Tryph.468.

German (Pape)

[Seite 1067] ορος (ἀνήρ), gut für den Mann, mannhaft; χαλκός Od. 13, 19 (71, L. τὸν ἄνδρα εὖ τιθείς); οἶνος 4, 622, dem Manne zuträglich, od. ihn kräftigend (VLL, L. ὁ ἀνδρείαν ποιῶν); γάμων εὐήνωρ θεσμός Orph. Arg. 882, den Mann zierend; Hesych. erkl. εὐήνορα, ἀγαθά, λαμπρά. – Bei Pind. in dor. Form εὐάνωρ, mit guten, starken Männern, reich an guten Männern, wie εὔανδρος, Ἀρκαδία, Πέλοπος ἀποικία, Ol. 5, 80. 1, 24, λαός, Ἀχαρναί, N. 10, 36. 2, 17; so nennt Tryphiod. 468 das trojanische Pferd εὐήνωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 bon pour l'homme, qui convient à l'homme, viril;
2 qui rend fort (vin).
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐήνωρ: дор. εὐάνωρ (ᾱ), ορος
1) мужественный (λαός Pind.);
2) подобающий мужам (χαλκός Hom.);
3) укрепляющий мужество (οἶνος Hom.);
4) изобилующий храбрецами (πόλις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήνωρ: Δωρ. εὐάνωρ ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἐπὶ οἴνου, ὁ ἀνδρείας περιποιητικός, φέρον δ’ εὐήνορα οἶνον Δ. 622· ἐπὶ χαλκοῦ, ὁ κοσμῶν τὸν ἄνδρα, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνδρείαν, καθότι ἐχρησίμευεν εἰς ὁπλοποιίαν, φέρον δ’ ευήνορα χαλκόν Ν. 19. ΙΙ. παρὰ Πινδ. ἐπὶ πόλεων, κτλ., ἔχουσα καλούς ἄνδρας, ἀφθονοῦσα εἰς γενναίους ἄνδρας, ὡς τὸ εὔανδρος, Ο. 1. 37, 6. 136, κτλ.· ἵππος εὐ., ὁ ἐγκλείων γενναίους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 468.

English (Autenrieth)

ορος (ἀνήρ): manly or ‘inspiring manliness,’ χαλκός, οἶνος, ν 1, Od. 4.622. (Od.)

Greek Monolingual

εὐήνωρ και δωρ. τ. εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα οἶνον» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», Ομ. Οδ.)
2. (για πόλη, χώρα κ.λπ.) εύανδρος («ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικία», Πίνδ.)
3. φρ. (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήνωρ, αρχαία μορφή του ανήρ ως β' συνθετικού (πρβλ. αγήνωρ, φθεισήνωρ)].

Greek Monotonic

εὐήνωρ: Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

man-exalting, glorious, Od.