εὐάντητος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d'agréable abord, affable, bienveillant;<br /><b>2</b> bienvenu.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀντάω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d'agréable abord, affable, bienveillant;<br /><b>2</b> bienvenu.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀντάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάντητος:''' [[приветливый]], [[милостивый]], [[ласковый]] ([[θεός]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐάντητος:''' -ον ([[ἀντάω]]), [[προσιτός]], ευκολοπλησίαστος, [[καταδεκτικός]], [[προσηνής]], [[ευμενής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐάντητος:''' -ον ([[ἀντάω]]), [[προσιτός]], ευκολοπλησίαστος, [[καταδεκτικός]], [[προσηνής]], [[ευμενής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάντητος:''' [[приветливый]], [[милостивый]], [[ласковый]] ([[θεός]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-άντητος, ον [[ἀντάω]]<br />[[accessible]], [[gracious]], Anth.
|mdlsjtxt=εὐ-άντητος, ον [[ἀντάω]]<br />[[accessible]], [[gracious]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:14, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάντητος Medium diacritics: εὐάντητος Low diacritics: ευάντητος Capitals: ΕΥΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: euántētos Transliteration B: euantētos Transliteration C: evantitos Beta Code: eu)a/nthtos

English (LSJ)

ον, (ἀντάω) A accessible, gracious, θεός BMus.Inscr.1012 (Chalcedon, i B.C.); Μήτηρ θεῶν IG 3.134, Bull.Soc.Alex.4.188 (ii B.C.). II acceptable, ἄγρη Opp.C. 2.488, cf. H.2.149.

German (Pape)

[Seite 1056] dem man leicht, gern begegnet, freundlich, mild, θεός, gnädig, Ep. ad. 203 (App. 283); νύξ u. ä., Orph. u. a. sp. D. Auch ἄγρη, ἐδωδή, angenehm, Opp. C. 2, 488 Hal. 2, 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d'agréable abord, affable, bienveillant;
2 bienvenu.
Étymologie: εὖ, ἀντάω.

Russian (Dvoretsky)

εὐάντητος: приветливый, милостивый, ласковый (θεός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐάντητος: -ον, (ἀντάω) εὐαπάντητος, εὐπρόσιτος, εὐμενής, θεὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 2. 83. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐάντητος· καλῶς ὑπαντῶν». ΙΙ. εὐπρόσδεκτος, ἄγρη Ὀππ. Κυν. 2. 488, πρβλ. Ἁλ. 2149.

Greek Monolingual

εὐάντητος, -ον (ΑΜ) ευάντης
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος
2. ευμενής.

Greek Monotonic

εὐάντητος: -ον (ἀντάω), προσιτός, ευκολοπλησίαστος, καταδεκτικός, προσηνής, ευμενής, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άντητος, ον ἀντάω
accessible, gracious, Anth.