εὐναιετάων: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]]. | |btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1)</b> [[удобный для жилья]], [[благоустроенный]] или [[уютный]] (δόμοι, μέγαρα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорошо населенный]], [[многолюдный]] ([[πόλις]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐναιετάων:''' -ουσα, -ον ([[ναιετάω]]), [[καλά]] τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[τοποθεσία]], λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, <i>εὐ-ναιόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''εὐναιετάων:''' -ουσα, -ον ([[ναιετάω]]), [[καλά]] τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[τοποθεσία]], λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, <i>εὐ-ναιόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ναιετάω]]<br />well-[[situated]], of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il. | |mdlsjtxt=[[ναιετάω]]<br />well-[[situated]], of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 1082] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. πόλις, δόμοι, μέγαρα.
French (Bailly abrégé)
οντος;
bien situé.
Étymologie: εὖ, ναιετάω.
Russian (Dvoretsky)
εὐναιετάων: ουσα, ον
1) удобный для жилья, благоустроенный или уютный (δόμοι, μέγαρα Hom.);
2) хорошо населенный, многолюдный (πόλις Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐναιετάων: -ουσα, -ον, καλῶς τοποθετημένος, καλῶς κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων πόλις, δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ πόλις ἢ πτολίεθρον ὡσαύτως, ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει ῥῆμα εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.
English (Autenrieth)
see ναιετάω.
Greek Monotonic
εὐναιετάων: -ουσα, -ον (ναιετάω), καλά τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε καλή τοποθεσία, λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, εὐ-ναιόμενος, -η, -ον, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ναιετάω
well-situated, of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.