εὐεκτικός: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bien constitué;<br /><b>2</b> qui rend fort, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bien constitué;<br /><b>2</b> qui rend fort, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐεκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[здоровый]], [[крепкий]] (σώματα Plat., Plut.; [[σάρξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[делающий здоровым]], [[придающий]], [[крепость]] (εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν εὐεξίας Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ευέκτης]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για σώματα) αυτός που έχει καλή [[υγεία]], ο [[υγιής]], ο [[εύρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[ευεξία]], ο [[υγιεινός]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>3.</b> ο [[δεκτικός]] νέων ιδεών και αντιλήψεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεκτικῶς</i> (ΑΜ)<br />με καλή υγιεία, με [[ευρωστία]]. | |mltxt=[[εὐεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ευέκτης]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για σώματα) αυτός που έχει καλή [[υγεία]], ο [[υγιής]], ο [[εύρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[ευεξία]], ο [[υγιεινός]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>3.</b> ο [[δεκτικός]] νέων ιδεών και αντιλήψεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεκτικῶς</i> (ΑΜ)<br />με καλή υγιεία, με [[ευρωστία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A in good case, healthy, σώματα Pl.Lg.684c, cf. Ph.2.84, Gal.6.662; of persons, Arist.EN 1176a15. 2 conducive to εὐεξία, wholesome, Id.Top.105a31, EN 1129a20. Adv. εὐεκτικῶς Gal.8.106, Hierocl.in CA16p.456M.; also glossed by σχετικῶς, Suid.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 bien constitué;
2 qui rend fort, vigoureux.
Étymologie: εὖ, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
εὐεκτικός:
1) здоровый, крепкий (σώματα Plat., Plut.; σάρξ Arst.);
2) делающий здоровым, придающий, крепость (εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν εὐεξίας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, εὔρωστος, σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, ὑγιεινός, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς».
Greek Monolingual
εὐεκτικός, -ή, -όν (Α) ευέκτης
1. (κυρίως για σώματα) αυτός που έχει καλή υγεία, ο υγιής, ο εύρωστος
2. αυτός που συντελεί στην ευεξία, ο υγιεινός, ο ωφέλιμος
3. ο δεκτικός νέων ιδεών και αντιλήψεων.
επίρρ...
εὐεκτικῶς (ΑΜ)
με καλή υγιεία, με ευρωστία.