εὐρυρέεθρος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au large courant.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ῥέεθρον]].
|btext=ος, ον :<br />au large courant.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ῥέεθρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῠρέεθρος:''' [[с широким течением]], [[текущий широким потоком]] ([[Ἀξιός]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρυρέεθρος:''' -ον ([[ῥέεθρον]]), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ [[κανάλι]], αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''εὐρυρέεθρος:''' -ον ([[ῥέεθρον]]), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ [[κανάλι]], αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῠρέεθρος:''' [[с широким течением]], [[текущий широким потоком]] ([[Ἀξιός]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρυ-ρέεθρος, ον [[ῥέεθρον]]<br />with [[broad]] [[channel]], broadflowing, Il.
|mdlsjtxt=εὐρυ-ρέεθρος, ον [[ῥέεθρον]]<br />with [[broad]] [[channel]], broadflowing, Il.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠρέεθρος Medium diacritics: εὐρυρέεθρος Low diacritics: ευρυρέεθρος Capitals: ΕΥΡΥΡΕΕΘΡΟΣ
Transliteration A: euryréethros Transliteration B: euryreethros Transliteration C: evryreethros Beta Code: eu)rure/eqros

English (LSJ)

ον, with broad channel, broad-flowing, Il.21.141; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1095] breitfließend, Axios, Il. 21, 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large courant.
Étymologie: εὐρύς, ῥέεθρον.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠρέεθρος: с широким течением, текущий широким потоком (Ἀξιός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυρέεθρος: -ον, ἔχων εὐρὺ ῥεῖθρον, εὐρέως ῥέων, Ἰλ. Φ. 141· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

English (Autenrieth)

and εὐρυρέων; broadflowing, Il. 21.141 †, Il. 2.849. (Il.)

Greek Monolingual

εὐρυρέεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρύ ρείθρο, πλατιά κοίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέεθρον «ρείθρον»].

Greek Monotonic

εὐρυρέεθρος: -ον (ῥέεθρον), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ κανάλι, αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

εὐρυ-ρέεθρος, ον ῥέεθρον
with broad channel, broadflowing, Il.