εἰσαγωγικός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0740.png Seite 740]] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0740.png Seite 740]] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσᾰγωγικός:''' [[вступительный]], [[вводный]] или [[подготовительный]] (συλλογισμοί Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br />ο [[εισαγωγικός]]<br />α) [[αρχάριος]]<br />β) [[δόκιμος]] [[μοναχός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοιχειώδης]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br />ο [[εισαγωγικός]]<br />α) [[αρχάριος]]<br />β) [[δόκιμος]] [[μοναχός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοιχειώδης]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσᾰγωγικός:''' [[вступительный]], [[вводный]] или [[подготовительный]] (συλλογισμοί Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 13:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰγωγικός Medium diacritics: εἰσαγωγικός Low diacritics: εισαγωγικός Capitals: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: eisagōgikós Transliteration B: eisagōgikos Transliteration C: eisagogikos Beta Code: ei)sagwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for importation, τέλη import duties, opp. ἐξαγωγικά, Str.17.1.13. II introductory, elementary, συλλογισμοί Chrysipp.Stoic.2.7, Ptol. Tetr.16, etc. Adv. -κῶς Papp. adApollon.Perg.Con.Prooem.5: Comp. -ώτερον Ph.Fr.8H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1relativo a la importación τέλη ... τὰ μὲν εἰσαγωγικά, τὰ δὲ ἐξαγωγικά Str.17.1.13.
2 isagógico, introductorio, elemental βιβλία Gal.19.12, ποιησώμεθα ... τὸν λόγον κατὰ τὸν εἰσαγωγικὸν τρόπον Ptol.Tetr.1.3.20, Περὶ συλλογισμῶν εἰσαγωγικῶν tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.195, de otra obra del mismo Εἰσαγωγικὴ περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν Πραγματεία Ath.464d, cf. Gal.18(2).926, στοιχειωδέστατον γὰρ τοῦτο καὶ εἰσαγωγικόν Porph.in Cat.56.28, διδασκαλίαι Eus.DE 7.1 (p.311.31).
II adv. -ῶς elementalmente, de manera elemental τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν δεῖ Didym.in Ps.69.4, cf. M.39.1632A.

German (Pape)

[Seite 740] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S.

Russian (Dvoretsky)

εἰσᾰγωγικός: вступительный, вводный или подготовительный (συλλογισμοί Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὡρισμένος διὰ τὴν εἰσαγωγήν, εἰσαγωγικὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τῶν εἰσαγομένων φόροι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐξαγωγικά, Στράβων 798. ΙΙ. εἰσαγωγικός, στοιχειώδης, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰσαγωγικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά
σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα
2. φρ. α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για εισαγωγή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα
β) «εισαγωγικός βαθμός» — ο ιεραρχικός βαθμός εισόδου, με τον οποίο αρχίζει υπάλληλος τη σταδιοδρομία του
μσν.
ο εισαγωγικός
α) αρχάριος
β) δόκιμος μοναχός
αρχ.
στοιχειώδης.