Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐρύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à large bouche;<br /><b>2</b> à large ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à large bouche;<br /><b>2</b> à large ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στόμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύστομος:''' досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]] ή [[στόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐρύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει μεγάλο [[στόμα]] ή [[στόμιο]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύστομος:''' досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρύ-στομος, ον [[στόμα]]<br />[[wide]]-mouthed, Xen., etc.
|mdlsjtxt=εὐρύ-στομος, ον [[στόμα]]<br />[[wide]]-mouthed, Xen., etc.
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύστομος Medium diacritics: εὐρύστομος Low diacritics: ευρύστομος Capitals: ΕΥΡΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: eurýstomos Transliteration B: eurystomos Transliteration C: evrystomos Beta Code: eu)ru/stomos

English (LSJ)

ον, widemouthed, μῆτραι Hp.Mul.1.48, cf. X.Eq.10.10, Ath.10.453a.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; κλίβανος Strab. XVI, 754.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à large bouche;
2 à large ouverture.
Étymologie: εὐρύς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύστομος: досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύστομος: -ον, ἔχων εὐρὺ στόμα, Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο
νεοελλ.
1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος
γένος κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae
μσν.-αρχ.
αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, ελευθερό-στομος].

Greek Monotonic

εὐρύστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει μεγάλο στόμα ή στόμιο, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐρύ-στομος, ον στόμα
wide-mouthed, Xen., etc.