Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔκομος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la belle toison.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμη]].
|btext=ος, ον :<br />à la belle toison.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομος:''' эп. [[ἠΰκομος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[прекраснокудрый]] ([[Λητώ]] Hom.; θεοί Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[прекраснорунный]] (μῆλα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομος:''' Επικ. ἠΰ-κ-, -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[ωραίο]] [[μαλλί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔκομος:''' Επικ. ἠΰ-κ-, -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[ωραίο]] [[μαλλί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομος:''' эп. [[ἠΰκομος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[прекраснокудрый]] ([[Λητώ]] Hom.; θεοί Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[прекраснорунный]] (μῆλα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόμη]]<br />[[fair]]-haired, Hom., Hes.: of [[sheep]], well-fleeced, Anth.
|mdlsjtxt=[[κόμη]]<br />[[fair]]-haired, Hom., Hes.: of [[sheep]], well-fleeced, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκομος Medium diacritics: εὔκομος Low diacritics: εύκομος Capitals: ΕΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: eúkomos Transliteration B: eukomos Transliteration C: eykomos Beta Code: eu)/komos

English (LSJ)

ον, (κόμη) lovely-haired, of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, Il.1.36, Hes. Th.241, Pi.O.6.91, P.5.45; Σελήνη Epimenid.2: in Prose, Philostr.Ep.29; well-fleeced, εὔκομα μῆλα AP9.363.20 (Mel.); with goodly foliage, δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν Emp.127.2, cf. Alex.Aphr.Pr.2.51.

German (Pape)

[Seite 1075] = εὐκόμης, z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle toison.
Étymologie: εὖ, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομος: эп. ἠΰκομος 2
1) прекраснокудрый (Λητώ Hom.; θεοί Hes.);
2) прекраснорунный (μῆλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομος: Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, (κόμη) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· εὔμαλλος, εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, Πολυδ. Α΄, 229.

Greek Monolingual

εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)
1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος
2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)
3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)
β) καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύκομος, καλλίκομος].

Greek Monotonic

εὔκομος: Επικ. ἠΰ-κ-, -ον (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν ωραίο μαλλί, σε Ανθ.

Middle Liddell

κόμη
fair-haired, Hom., Hes.: of sheep, well-fleeced, Anth.