ζοφοδορπίδας: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] nannte Alcäus den Pittakus, der im Finstern, im Verborgenen zu Abend ißt, D. L. 1, 81; Plut. Symp. 8, 6, 3. Bei Suid. ζοφοδορπίας = ὁ σκοτεινὸς [[δεῖπνος]] (was wohl [[σκοτόδειπνος]] heißen soll, wie Theognost. Cram. 20 [[λαθροφάγος]] erkl.). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] nannte Alcäus den Pittakus, der im Finstern, im Verborgenen zu Abend ißt, D. L. 1, 81; Plut. Symp. 8, 6, 3. Bei Suid. ζοφοδορπίας = ὁ σκοτεινὸς [[δεῖπνος]] (was wohl [[σκοτόδειπνος]] heißen soll, wie Theognost. Cram. 20 [[λαθροφάγος]] erkl.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζοφοδορπίδας:''' ου (ῐ) ὁ ужинающий впотьмах (одно из прозвищ, данных Алкеем Питтаку Митиленскому, который ел вечернюю трапезу не зажигая огня) Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζοφοδορπίδας]] και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δειπνάει στο [[σκοτάδι]] ή [[κρυφά]] («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο [[δείπνο]] και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ [[ζοφοδορπίδας]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]]»]. | |mltxt=[[ζοφοδορπίδας]] και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δειπνάει στο [[σκοτάδι]] ή [[κρυφά]] («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο [[δείπνο]] και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ [[ζοφοδορπίδας]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ὁ, supping in the dark or in secret, of Pittacus, Alc. 37 B, cf. Plu.2.726a: ζοφοδορπίας in Theognost.Can.20, Zonar.; ζοφο-δερκίας, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1140] nannte Alcäus den Pittakus, der im Finstern, im Verborgenen zu Abend ißt, D. L. 1, 81; Plut. Symp. 8, 6, 3. Bei Suid. ζοφοδορπίας = ὁ σκοτεινὸς δεῖπνος (was wohl σκοτόδειπνος heißen soll, wie Theognost. Cram. 20 λαθροφάγος erkl.).
Russian (Dvoretsky)
ζοφοδορπίδας: ου (ῐ) ὁ ужинающий впотьмах (одно из прозвищ, данных Алкеем Питтаку Митиленскому, который ел вечернюю трапезу не зажигая огня) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ζοφοδορπίδας: -ου, ὁ, δειπνῶν ἐν τῷ σκότει ἢ κρυφίως, περὶ τοῦ Πιττακοῦ, Ἀλκαῖ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2. 726Α· - δορπίας παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
ζοφοδορπίδας και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)
1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)
2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ ζοφοδορπίδας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + δόρπον «δείπνο»].