εὔτοκος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adj. f.</i><br />qui enfante heureusement <i>ou</i> aisément.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίκτω]]. | |btext=<i>adj. f.</i><br />qui enfante heureusement <i>ou</i> aisément.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίκτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔτοκος:''' легко рож(д)ающий ([[ἵππος]] τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔτοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ. | |lsmtext='''εὔτοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὔ-τοκος, ον [[τίκτω]]<br />[[bringing]] [[forth]] [[easily]], Arist. | |mdlsjtxt=εὔ-τοκος, ον [[τίκτω]]<br />[[bringing]] [[forth]] [[easily]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:22, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A bringing forth easily, Arist. HA576a22 (Comp.), 573a9 (Sup.), Chrysipp.Stoic.2.212 (Sup.). 2 = εὔτεκνος 1 (which is v.l.), Ph.1.274; fertile, Hp.Nat.Mul.16.
German (Pape)
[Seite 1102] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, ἵππος τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
qui enfante heureusement ou aisément.
Étymologie: εὖ, τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
εὔτοκος: легко рож(д)ающий (ἵππος τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔτοκος: -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ δύστοκος, ἵππος δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔτοκος, -ον)
(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη
αρχ.
1. γόνιμος σε τέκνα
2. αυτός που βοηθά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ- του θ. τεκ- (πρβλ. αόρ. β' τέκ-νον, έ-τεκον)].
Greek Monotonic
εὔτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ.