εὔστολος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien équipé ; agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
|btext=ος, ον :<br />bien équipé ; agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔστολος:''' [[хорошо снаряженный]], [[прекрасно оснащенный]] ([[ναῦς]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔστολος:''' -ον ([[στολή]]), = [[εὐσταλής]], σε Σοφ.
|lsmtext='''εὔστολος:''' -ον ([[στολή]]), = [[εὐσταλής]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔστολος:''' [[хорошо снаряженный]], [[прекрасно оснащенный]] ([[ναῦς]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὔστολος]], ον [[στολή]] = [[εὐσταλής]], Soph.]
|mdlsjtxt=[[εὔστολος]], ον [[στολή]] = [[εὐσταλής]], Soph.]
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστολος Medium diacritics: εὔστολος Low diacritics: εύστολος Capitals: ΕΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: eústolos Transliteration B: eustolos Transliteration C: eystolos Beta Code: eu)/stolos

English (LSJ)

ον, A = εὐσταλής 1.1, ναῦς S.Ph.516 (lyr.); ὁλκάς A.R.1.603. 2 = εὐσταλής 1.4, Πλάτων Luc.Epigr.45 (acc. to Planudes).

German (Pape)

[Seite 1099] wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien équipé ; agile, léger.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

εὔστολος: хорошо снаряженный, прекрасно оснащенный (ναῦς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστολος: -ον, = εὐσταλής, ναῦς Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.

Greek Monolingual

εὔστολος, -ον (ΑΜ)
1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος
2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)
3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον
το ωραίο παράστημα
μσν.
1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)
2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].

Greek Monotonic

εὔστολος: -ον (στολή), = εὐσταλής, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὔστολος, ον στολή = εὐσταλής, Soph.]