θεηκόλος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_16)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θεηκόλος
|Medium diacritics=θεηκόλος
|Low diacritics=θεηκόλος
|Capitals=ΘΕΗΚΟΛΟΣ
|Transliteration A=theēkólos
|Transliteration B=theēkolos
|Transliteration C=theikolos
|Beta Code=qehko/los
|Definition=ον, = [[θεοκόλος]], [[priest]], Paus. 5.15.10, IG 3.305, 487, ''Inscr.Olymp.'' 123; [[choirboy]], Luc. ''Alex.'' 41 (pl.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1191.png Seite 1191]] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v. l. Luc. Alex. 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1191.png Seite 1191]] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als [[varia lectio|v.l.]] Luc. Alex. 41.
}}
{{elru
|elrutext='''θεηκόλος:''' ὁ [[жрец]] (Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[θεοπρόπος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεηκόλος''': -ον, = [[θεοκόλος]], [[ἱερεύς]], Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.
|lstext='''θεηκόλος''': -ον, = [[θεοκόλος]], [[ἱερεύς]], Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεηκόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιερέας]], [[θεοκόλος]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θεηκόλος]] (ή [[θεοκόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>κολος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>βoυ</i>-[[κόλος]], ενώ ο αναμενόμενος τ. [[είναι]] <i>θεη</i>-[[πόλος]] (ή <i>θεο</i>-[[πόλος]] ή <i>θειο</i>-[[πόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[τριγυρνώ]], περιφέρομαι» ([[πρβλ]]. <i>αι</i>-[[πόλος]], [[αμφί]]-<i>πολος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεηκόλος Medium diacritics: θεηκόλος Low diacritics: θεηκόλος Capitals: ΘΕΗΚΟΛΟΣ
Transliteration A: theēkólos Transliteration B: theēkolos Transliteration C: theikolos Beta Code: qehko/los

English (LSJ)

ον, = θεοκόλος, priest, Paus. 5.15.10, IG 3.305, 487, Inscr.Olymp. 123; choirboy, Luc. Alex. 41 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v.l. Luc. Alex. 41.

Russian (Dvoretsky)

θεηκόλος:жрец (Luc. - v.l. θεοπρόπος).

Greek (Liddell-Scott)

θεηκόλος: -ον, = θεοκόλος, ἱερεύς, Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.

Greek Monolingual

θεηκόλος, -ον (Α)
1. ιερέας, θεοκόλος
2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλοςθεοκόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -κολος αναλογικά προς το βoυ-κόλος, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη-πόλοςθεο-πόλος ή θειο-πόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -πολος < πέλω / πέλομαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwel- «τριγυρνώ, περιφέρομαι» (πρβλ. αι-πόλος, αμφί-πολος)].