θεόκραντος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />accompli par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[κραίνω]].
|btext=ος, ον :<br />accompli par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[κραίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκραντος:''' [[свершенный богами]] (τί τῶνδ᾽ οὐ θεόχραντόν ἐστιν; Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θεόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκραντος:''' [[свершенный богами]] (τί τῶνδ᾽ οὐ θεόχραντόν ἐστιν; Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεό-κραντος, ον [[κραίνω]]<br />[[wrought]] by the gods, Aesch.
|mdlsjtxt=θεό-κραντος, ον [[κραίνω]]<br />[[wrought]] by the gods, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:27, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκραντος Medium diacritics: θεόκραντος Low diacritics: θεόκραντος Capitals: ΘΕΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: theókrantos Transliteration B: theokrantos Transliteration C: theokrantos Beta Code: qeo/krantos

English (LSJ)

ον, accomplished or wrought by the gods, A.Ag.1488.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accompli par les dieux.
Étymologie: θεός, κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

θεόκραντος: свершенный богами (τί τῶνδ᾽ οὐ θεόχραντόν ἐστιν; Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόκραντος: -ον, τελεσθεὶς ἢ ποιηθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1488, Χριστόδ. Ἐκφρ. 98.

Greek Monolingual

θεόκραντος, -ον (Α)
αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημόκραντος, πολεμόκραντος].

Greek Monotonic

θεόκραντος: -ον (κραίνω), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θεό-κραντος, ον κραίνω
wrought by the gods, Aesch.