θηρευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρευτός]].
|btext=ή, όν :<br />de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρευτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηρευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[охотничий]] (κύνες Arph., Xen., Plut.; [[βίος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[охотящийся]], [[занимающийся охотой]] ([[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[пригодный для исследования]] (τινος Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηρευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για [[κυνήγι]]· <i>κύνεςθηρευτικοί</i>, κυνηγόσκυλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[βίος]] [[θηρευτικός]], η [[ζωή]] των κυνηγών, σε Αριστ.
|lsmtext='''θηρευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για [[κυνήγι]]· <i>κύνεςθηρευτικοί</i>, κυνηγόσκυλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[βίος]] [[θηρευτικός]], η [[ζωή]] των κυνηγών, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηρευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[охотничий]] (κύνες Arph., Xen., Plut.; [[βίος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[охотящийся]], [[занимающийся охотой]] ([[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[пригодный для исследования]] (τινος Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρευτικός Medium diacritics: θηρευτικός Low diacritics: θηρευτικός Capitals: ΘΗΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thēreutikós Transliteration B: thēreutikos Transliteration C: thireftikos Beta Code: qhreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of of for hunting, κύνες θ. hounds, Ar.Pl.157, X.Lac.6.3; βίος θ. the life of hunters, Arist.Pol.1256b2: ἡ -κή (sc. τέχνη) hunting, the chase, Pl.Plt.289a, cf. Sph.223b. 2 c. gen., hunting after, τῆς τροφῆς Arist.HA488a19: metaph., θ. τέχνη ἀνθρώπων Pl.Euthd.290b.

German (Pape)

[Seite 1209] = θηρατικός, z. B. κύνες Ar. Pl. 157; Plat. Rep. V, 459 a; ἡ θ., die Jagdkunst, Polit. 289 a, wie τὸ θηρευτικόν Soph. 221 b; vgl. Euthyd. 290 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.
Étymologie: θηρευτός.

Russian (Dvoretsky)

θηρευτικός:
1) охотничий (κύνες Arph., Xen., Plut.; βίος Arst.);
2) охотящийся, занимающийся охотой (ζῷον Arst.);
3) пригодный для исследования (τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θηρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θήραν, κύνες θ. Ἀριστοφ. Πλ. 157, Ξεν. Λακ. 6, 3· βίος θ., ὁ βίος τῶν κυνηγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· - ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Πολιτ. 289Α· μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 290Β. 2) μετὰ γεν., καὶ τὰ μὲν (τῶν ζῴων) θηρευτικά, τὰ δὲ θησαυριστικὰ τῆς τροφῆς ἐστι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θηρευτικός, -ή, -όν) θηρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη)
η θήρα, το κυνήγι
3. φρ. «θηρευτικός βίος» — η ζωή τών κυνηγών
4. μτφ. φρ. «θηρευτικὴ τέχνη ἀνθρώπων» — η τέχνη του να προσοικειώνεσαι, να προσελκύεις ανθρώπους, Πλάτ.).
επίρρ...
θηρευτικῶς (Α)
με τρόπο θηρευτικό, κυνηγετικό, προσελκυστικό.

Greek Monotonic

θηρευτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για κυνήγι· κύνεςθηρευτικοί, κυνηγόσκυλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· βίος θηρευτικός, η ζωή των κυνηγών, σε Αριστ.

Middle Liddell

θηρευτικός, ή, όν
of or for hunting, κύνες θ. hounds, Ar., Xen.; βίος θ. the life of hunters, Arist. [from θηρεύω

English (Woodhouse)

of the chase

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)